O Σπερχειός
Ένα ατέλειωτο παραμύθι είναι ο Σπερχειός. Ένα όμορφο, μα αληθινό παραμύθι που ξεκινάει από την εποχή που οι προϊστορικοί Έλληνες έπλαθαν τους θεούς τους και στέριωναν τους ήρωές τους, Είναι ποτάμι πολεμάρχων που βροντοφώναξαν το παρών σε όλα τα μεγάλα προσκλητήρια της εθνικής ιστορίας και σε όλες τις εποχές, με το κοντάρι και το τόξο, με το σπαθί και το γιαταγάνι, με το καριοφίλι και το ντουφέκι. Από τον Όμηρο ίσαμε σήμερα αίμα ρωμέικο κυλάει στην κοίτη του. Από τότε που γεννήθηκε ο κόσμος ανιστορεί εποποιίες εθνικές. Στα νερά του ζωγραφίζονται ατέλειωτες σελίδες δόξας ελληνικής. Έζησε τόσες και τόσες περιπέτειες ξετυλιγμένες δίπλα του.
Οι βόγγοι της χειμωνιάτικης κατεβασιάς λες κι είναι οι γοεροί θρήνοι του Ηρακλή που έσβηνε η ζωή του μέσα στους φρικτούς πόνους. Του ΄τρωγε τις σάρκες ο φαρμακωμένος χιτώνας από το αίμα του Κένταυρου Νέσσου που του ΄δωσε να φορέσει η Διηάνειρα, τυφλωμένη από την αρρωστημένη ζήλεια της.
Ψηλά στις πηγές του ο βασιλιάς Πηλέας ορκίστηκε και έταξε να του προσφέρει τα μαλλιά του γιου του, όταν αυτός κινούσε να κυριέψει την καστροπολιτεία της Τροίας. Μα ήταν γραφτό να μη γυρίσει ποτέ πίσω, στην ερίβωλο και καλλιγύναικα πατρίδα, ο Αχιλλέας, το αιώνια παγκόσμιο πρότυπο κάλλους κι αρετής.
Κι εκεί, κοντά στις Θερμοπύλες, χάραξε το θρύλο του ο Λεωνίδας. Μπροστά στις ορδές των βαρβάρων ο γενναίος Σπαρτιάτης με τους λιγοστούς συντρόφους του στήριξε δυνατά το κορμί του, τίναξε το μέτωπο περήφανα ψηλά και το αετίσιο μάτι του σπάθισε την απόφασή του: «Μολών λαβέ». Το λόγο τούτο ο Σπερχειός τον κράτησε μέσα του αθάνατο και τον παρέδωσε παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.
Νύχτα είχαν ξεπεζέψει οι ατρόμητοι βυζαντινοί καβαλάρηδες του Νικηφόρου Ουρανού, όταν αποκαμωμένοι οι Βούλγαροι απ΄ την πορεία της σφαγής και του ξεθελιωμού είχαν ξαπλώσει πλάι στο ποτάμι, που το λογάριαζαν ουδέτερο φίλο. Τούτο στάθηκε η ανείπωτη συμφορά τους. Ελάχιστοι, κατά το ξημέρωμα, πορεύτηκαν προς τα πάνω να καταμαρτυρήσουν το τρομερό τους πάθημα. Αποδεκατίστηκαν, έτσι ακριβώς όπως οι εισβολείς Γαλάτες του Βρέννου, πολλά χρόνια πριν.
Το 1821, ανήμερα τ΄ Αϊ- Γιωργιού, το λαβωμένο παλικάρι της Αλαμάνας, γύρισε το βουρκωμένο βλέμμα του, αγκάλιασε όσο μπορούσε την ανοιξιάτικη ευλογία του χορταριασμένου κάμπου και ψιθύρισε παραπονιάρικα το βαθύ καημό του. Ο Διάκος έδινε τη ζωή του, ο Σπερχειός σημάδευε τη μοίρα του Γένους.
Όλα αυτά σου ΄ρχονται στο νου ακούγοντας το βουητό του. Έτσι όπως κατηφορίζει ορμητικά από τις ελατοκορφές του Βελουχιού, της Οξυάς, της Οίτης και της Όθρης κουβαλά μαζί του, μαζί με τους άγριους βοριάδες και τα χιόνια, τις φλογέρες και τα κουδούνια τους καημούς και τα βάσανα μιας ζωής βουνίσιας, σκληρής και περήφανης. Ανταμώνοντας την πλατωσιά του κάμπου ημερεύει και ξεδιπλώνοντας φιδίσια το κορμί του αγναντεύει το κάστρο της Λαμίας και χάνεται στον κόρφο του Μαλιακού. Χιλιάδες χρόνια τώρα ο Σπερχειός, αγκαλιά με τους χειμάρρους του, ακούραστοι εργάτες, χτίζουν λιθαράκι λιθαράκι την κοιλάδα του, που όλο μεγαλώνει και μεγαλώνει. Καινούργιες πολιτείες και χωριά ξεφυτρώνουν στο πέρασμά του.
Ξεχείλισμα οργής το χειμώνα οι κατεβασιές του. Θεριό ανήμερο. Με τις πρώτες ψιχάλες τα νερά καβαλικεύουν θυμωμένα τα ξερόβραχα και κατηφορίζουν χουγιάζοντας άγρια μέχρι να τα καταπνίξει η καταλασπωμένη θάλασσα. Δεκάδες χωριά, ολόκληρα μερόνυχτα, κρατάνε την ανάσα τους.
Μπαίνοντας η άνοιξη τα νερά γαληνεύουν. Μοσχοβολούν οι παπαρούνες και τ΄ αγριοτριαντάφυλλα, τα σπαρτά τρανεύουν. Αμέτρητα νεραύλακα ξεδιψούν τα ποτιστικά χωράφια. Μέσα στο πανηγύρι των χρωμάτων και στο κελάηδημα των πουλιών η παραποτάμια ζωή ξαναβρίσκει τον ήρεμο ρυθμό της. Οι βάλτοι με τα κουνούπια και τον πυρετό του καλοκαιριού, που βασάνιζαν κάποτε ανθρώπους και ζωντανά, δεν υπάρχουν πια. Αλλά κι εκεί που κάποτε στήνονταν νερόμυλοι, ντρεστίλες και μαντάνια τώρα ξεφυτρώνουν φράγματα και μικρά υδροηλεκτρικά. Επιτεύγματα του τεχνολογικού πολιτισμού που αλυσόδεσαν την ελευθερία του.
Το τραγούδι του τζιτζικιού και τ΄ αηδονιού στις βαθύσκιωτες ρεματιές, ανταμωμένο με τη ρουμελιώτικη περηφάνια και την ελληνική αντρειοσύνη θαρρείς πως ανιστορούν, σαν παραμύθι, τα πάθη του Ηρακλή, το μαρτύριο του Διάκου, την εκδίκηση του Νικηφόρου Ουρανού, το «όχι» του Λεωνίδα. Είναι ο Διογέννητος Σπερχειός, το ποτάμι των μύθων και των θρύλων, των ηρώων και των θεών.
(Διασκευή από το περιοδικό "Η Φθιώτις")