Χιόνια στο καμπαναριό
1986. Παραμονή Χριστουγέννων. Βαρυχειμωνιά. Από το μεσημεράκι άρχισε να ψιλοχιονίζει. Ίσα που προλάβαμε να σφάξουμε και να τεμαχίσουμε το χρονιάρικο γουρούνι μας. Ξέκοψε για λίγο το απόγευμα, μα το βράδυ ξανάρχισε πιο δυνατά. Πέσαμε νωρίς για ύπνο, πριν τα χαράματα θα ξυπνούσαμε για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία. Περιμέναμε το χτύπημα της καμπάνας. Μάταια όμως. Το πολύ χιόνι που έπεσε, πάνω από μισό μέτρο, έκανε υπόκωφο τον αχό της. Κανείς μας δεν τον άκουσε. Ξυπνήσαμε από την έγνοια μας, το ρεύμα είχε κοπεί. Κι ενώ η υπόλοιπη οικογένεια προτίμησε τη ζεστή θαλπωρή του κρεβατιού , με ένα φτιάρι κι ένα φακό τράβηξα για την Αγία Παρασκευή. Σαράντα μέτρα ντορός, είκοσι λεπτά η διαδρομή. Μπαίνοντας στην εκκλησιά ένιωσα μιαν ανείπωτη αγαλλίαση. Οι λιγοστοί ενορίτες που αψήφισαν τον κρύο χιονιά ήταν μαζεμένοι γύρω από δυο μεγάλες ξυλόσομπες. Το λιγοστό φως απ΄ τα κεριά και τα καντήλια σκόρπιζαν παραμυθένιες, κατανυκτικές στιγμές, χωρίς τις φωταγωγίες, τα μεγάφωνα, τους αστραφτερούς πολυέλαιους. Οι ψαλμωδίες μου φάνηκαν υπερκόσμιες, όπως ταιριάζει στην άγια νύχτα, τη νύχτα που γεννήθηκε ο βασιλιάς των βασιλιάδων. Κι όλο ξέφευγε το μυαλό πίσω στα παλιά, στα περασμένα. Ένιωσα πως ξαλάφρωσα απ΄ τις έγνοιες και τις σκοτούρες, από το βάρος της ζωής. Χάραξε όταν σχόλασε η εκκλησιά, το χιόνι έπεφτε ακόμα πυκνό και ο ντορός σκεπάστηκε πάλι. Στο σπίτι περίμενε το αναμμένο τζάκι κι ένας σουβλιμάς για ψήσιμο...