Του «Σούφαγα η βρύση»
Κοντά στο διάσελο της Οξυάς, λίγο παράμερα από τον κεντρικό δρόμο, μια βρυσούλα, του «Σούφαγα η βρύση», χωμένη μέσα σε χώματα και φύλλα οξυάς, άφκιαστη, αναβλύζει το γάργαρο νερό της. Δεν είναι τόσο διάσημη όπως η γειτόνισσά της, η βρύση του « Αρβανίτη». Παρέα της κανένας τσοπάνης και τα’ αγρίμια του δάσους.
Στα χωριά που ακουμπάνε την πλάτη τους στα βουνά της Οξυάς, ζει έντονα στην παράδοση ένα σημαντικό γεγονός της νεότερης ιστορίας μας. Είναι σχετικό με το χαλασμό της κλεφτουριάς από τον Αλή Πασά στις παραμονές της Επανάστασης του 1821. Λέει η ιστορία πως την άνοιξη του 1794 ο Αλή Πασάς στέλνει το συγγενή του και επιστήθιο στρατηγό Γιουσούφ Αράπη με 3.000 Τουρκαλβανούς για να εξοντώσει τους αρματωλούς εκείνους που θεωρούσε ύποπτους και αντιστέκονταν στα δόλια σχέδιά του. Κατεβαίνοντας στη Ρούμελη ο Γιουσούφ Αράπης γέμισε τα βουνά από πτώματα παλουκωμένων, ψημένων και σφαγμένων ανδρών, κυρίως ποιμένων και χωρικών. Όπως μας αφηγείται ο Νικόλαος Κασομούλης στα «Στρατιωτικά Ενθυμήματα», κάποιοι από τους κλεφταρματωλούς τον προσκύνησαν, πολλοί όμως τον περιφρόνησαν και ετοιμάστηκαν να τον αντιμετωπίσουν δια των όπλων. Από το Μαυρίλλο της Φθιώτιδας, όπου στρατοπέδευσε ο Γιουσούφ Αράπης, αφού πληροφορήθηκε τις διαθέσεις τους, στράφηκε εναντίον τους. Έπειτα από μια αμυντική αλλά πεισματική μάχη στο διάσελο της Οξυάς, οι κλέφτες εσκορπίσανε, όμως δεν χαλαστήκανε.
Από δω και πέρα ο λόγος στην παράδοση, στο μύθο. Η παράδοση λοιπόν μιλάει για την οργή του δερβέναγα που στην αδυναμία του να χαλάσει τους κλέφτες, παίρνει τη φοβερή απόφαση να χαλάσει το λημέρι τους, το δάσος της Οξυάς. Βάζει μπροστά τη φωτιά και τα τσεκούρια, κόβει και καίει, μα άδικος ο κόπος. Το δάσος φούντωνε ξανά στη στιγμή κι έκρυβε τους κλέφτες. Έτσι μέσα από την υπερφυσική μορφή του μύθου ξεπηδά μια μεγάλη ιστορική αλήθεια: Πως την κλεφτουριά τα βουνά και τα δάση την έθρεψαν και τη φύλαξαν.
Στο σημείο που ο Αγάς σταμάτησε τη μάταιη προσπάθειά του να χαλάσει το δάσος, έχτισε μια βρυσούλα που φέρνει μέχρι σήμερα τ’ όνομά του. Συνεχίζει ακόμα ν’ αναβλύζει αθόρυβα το νερό της, λες και κλαίει το χαμό της κλεφτουριάς. Περιμένει το «μνημόσυνο» από κάποιο κοινοτάρχη γειτονικού χωριού. Όχι πολλά πράγματα. Μια πινακίδα που να μαρτυράει την ύπαρξή της, ένα καθάρισμα από τα φύλλα και τα χώματα και μια πλάκα με κάποια χρονολογία.
*Δημοσιεύτηκε στο αριθ. 56 φύλλο της εφημερίδας «Γραμμένη Οξυά»