"Τα σχολεία των άγονων γραμμών", ομιλία σε σχολεία, 2010
«…Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμάμαι και δακρύζω…»
Σε τέτοια νοσταλγικά πισωγυρίσματα, σε τέτοια γκαρδιακά συναπαντήματα, ιερές στιγμές τιμής και μνήμης, αυτοί οι λαϊκοί δημοτικοί στίχοι γίνονται τόσο επίκαιροι, όσο και διαχρονικοί. Και το οδοιπορικό μας αυτό είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν, στα βιώματα και τον τρόπο ζωής των χωριών των «άγονων γραμμών», αφιερωμένο κυρίως στα σχολεία, τους δασκάλους και τους μαθητές τους. Ένα οδοιπορικό που αρχίζει από τα δύσκολα εκείνα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, που τα σχολεία «των άγονων γραμμών», χτυπημένα από το μαρασμό και την εγκατάλειψη έκλειναν το ένα μετά το άλλο, για να γίνουν σιγά σιγά ένα αλαργινό παραμύθι. Απόμειναν μόνο τα παλιά και γραφικά πέτρινα κτίρια με τις στοιβαγμένες αναμνήσεις τους.
Ο ομιλών, γεννημένος τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, πρόλαβε και ως μαθητής στο μικρό σχολείο της Σπερχειάδας, αλλά και ως δάσκαλος σε κάμποσα ορεινά χωριά της, να βιώσει σχολικές στιγμές πολύ διαφορετικές από τις σημερινές. Ήταν ακόμα τότε τα χωριά μας γεμάτα με κόσμο και το κουδούνι στο σχολείο ηχούσε ακόμη. Καταθέτει απόψε αυτές τις αναμνήσεις του, μαζί με αυτές άλλων παλιότερων συναδέλφων των «άγονων γραμμών», ως αντίδωρο της πνευματικής προσφοράς του μικρού σχολείου σας, αλλά και όλων των σχολείων των ορεινών χωριών μας.
Στα προπολεμικά χρόνια, όσοι από εσάς τους γεροντότερους ξεφεύγατε από την αποσταμάρα και τις έγνοιες των γονιών σας, με τη μαρούδα στον ώμο, φοιτούσατε σε σχολεία και τάξεις 50-60 ή και περισσότερων μαθητών. Ο ηρωικός τότε δάσκαλος πάλευε, πρωί- απόγευμα, με τις αντιξοότητες της σκληρής ζωής, υποβαθμίζοντας ή και αγνοώντας τα προσωπικά και οικογενειακά του προβλήματα, προσπαθώντας να δώσει στους στερημένους μαθητές του λίγη μόρφωση και αγωγή, έστω και «υπό τον φόβο» της βέργας και του χάρακα. Τότε, όχι μόνο τα ορεινά χωριά της πατρίδας, αλλά και τα περισσότερα πεδινά στερούνταν στοιχειώδους οδικού δικτύου. Ιδιαίτερα στα ορεινά η οδική επικοινωνία φάνταζε πρωτόγονη. Με μουλαρόδρομους και δύσβατα μονοπάτια, με καταράχια και χαράδρες, με γεφύρια και υποτυπώδη περάσματα, όχι μόνο για το δάσκαλο, αλλά και για τον παπά, τον αστυνόμο, τους πραματευτάδες και τους ίδιους τους χωρικούς, που δεν μπορούσαν τότε ν΄ αλλάξουν τις σκληρές και δύσκολες συνθήκες ζωής. Και όταν μετά την Κατοχή και τον καταραμένο Εμφύλιο, οι «ανταρτόπληκτοι» ξαναγύρισαν στα χωριά τους, βρήκαν τις ίδιες και χειρότερες συνθήκες και πέρασαν πολλά πέτρινα χρόνια ώστε η ύπαιθρος να βρει το ρυθμό της και να διαγράψει την ανοδική της πορεία. Η ίδια κατάσταση και για το σχολείο, το πιο ζωντανό και γνήσιο κομμάτι της κοινωνικής ζωής του κάθε χωριού. Ας δούμε σε γενικές γραμμές την ανθρώπινη και την εκπαιδευτική εμπειρία ενός νεοδιορισμένου δασκάλου σε ένα σχολείο «άγονης γραμμής».
Διορισμός
Παίρνοντας το διοριστήριο οι δάσκαλοι, έπρεπε να μεταβούν στον τόπο διορισμού τους, στο άγνωστο χωριό, γιατί τα προσιτά και προσπελάσιμα χωριά τα είχαν «καταλάβει» παλιότεροι δάσκαλοι, για μια πρώτη προσέγγιση και γνωριμία. Έφταναν στον πλησιέστερο συγκοινωνιακό κόμβο με το τρένο ή το λεωφορείο και μετά άρχιζε μια «0δύσσεια» πρόσβασης στο ορεινό χωριό. Τρόπος μετάβασης ήταν η πεζοπορεία ή ο αγωγιάτης, που περίμενε για τη μεταφορά του δασκάλου ή της δασκάλας, αφού συνήθως αυτές διορίζονταν σε εύκολα χωριά.
Ευτυχώς που εκείνες τις εποχές η πλειοψηφία των δασκάλων ήταν χωριατόπαιδα και προέρχονταν από αγροτοκτηνοτροφικές οικογένειες, παιδιά σκληραγωγημένα και συνηθισμένα στις δύσκολες συνθήκες ζωής. Αν όμως ήταν κανένας δάσκαλος προερχόμενος από μεγάλο αστικό κέντρο και καλομαθημένος, βλαστημούσε την ώρα και τη στιγμή που επέλεξε να ασκήσει το λειτούργημα του εκπαιδευτικού. Χαρακτηριστική είναι η αλληλογραφία ενός τέτοιου δασκάλου με τον επιθεωρητή του. Αφού πέρασε κανα-δυο μήνες στις πρωτόγνωρες γι΄ αυτόν σκληρές συνθήκες του χωριού, στην απομόνωση, στα κρύα και την κακοφαγία, αποφάσισε να στείλει τηλεγράφημα στον επιθεωρητή του:
«Ου δύναμαι μενείν γιατί αποθανείν». Απάντηση: «Εάν ου δύνασαι μενείν, απολύομεν υμίν». Και επειδή δεν υπήρχε άλλη λύση επιβίωσης του δασκάλου, εκτός του μισθού του, συμβιβάζεται με τη μοίρα του και απαντά: «Μενείν, μενείν και ας αποθανείν!».
Βέβαια θα ακούσετε στη συνέχεια της κουβέντας μας κι άλλα ευτράπελα, αφελή και αθώα γεγονότα που συνέβησαν κατά καιρούς στους δασκάλους και σχετίζονται με την κοινωνική ζωή του χωριού. Όπως και το παρακάτω:
Αγωγιάτης παρέλαβε τη νεοδιοριζόμενη δασκάλα να τη μεταφέρει με το ζώο του στο χωριό. Το ζώο, στο δύσβατο και κακοτράχαλο δρόμο παραπάτησε και λίγο έλειψε να γκρεμίσει από το σαμάρι τη δασκάλα. Ευτυχώς αυτή, επιστρατεύοντας όλες τις δυνάμεις της, κράτησε την ισορροπία της, κινώντας χέρια και πόδια. Ο αγωγιάτης, κρατώντας γερά το καπίστρι, επανέφερε το ζώο στην κανονική του πορεία, πρόλαβε όμως το μάτι του να …φωτογραφήσει κάποια απόκρυφα σημεία της δασκάλας. Η δασκάλα το αντιλήφθηκε αυτό και για να σκορπίσει το «ντορό» άλλαξε το θέμα και λέει στον αγωγιάτη: «Είδες, είδες ισορροπία!». Κι ο αγωγιάτης απάντησε: «Εμείς δασκάλα μ΄ στο χωριό μας αυτό δεν το λέμε ισορροπία, αλλά … φωτογραφία».
Υποδοχή
Στο χωριό, όταν μάθαιναν την άφιξη καινούριου δασκάλου ή δασκάλας, έβλεπες μια εύλογη περιέργεια και μια έντονη κινητικότητα των κατοίκων. Πώς θα είναι; Ψηλός; Ψηλή; Όμορφος; Όμορφη; Καταδεκτικός; Καταδεκτική; Ελεύθερος; Ελεύθερη; κ.λ.π. Οι νέοι περίμεναν βέβαια να είναι δασκάλα για τα σχετικά κόρτε και τις φαντασιώσεις τους. Οι κοπελιές προτιμούσαν δάσκαλο, όχι πως δεν υπήρχαν νέοι στο χωριό, αλλά όπως λέει και ο λαός «στους στραβούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος». Να πάρουν λοιπόν το σταμνί ή τη βαρέλα, να περάσουν από την πλατεία, να πάνε στη βρύση να γεμίσουν κι έτσι να αντικρίσουν ή να τις αντικρίσει ο δάσκαλος.
Η υποδοχή, πράγματι ήταν ένθερμη και ενθουσιώδης. «Καλωσόρισες δάσκαλε στο χωριό μας, θα περάσουμε καλά, θα μας γνωρίσεις, είμαστε καλός κόσμος…». Μετά το συνηθισμένο κέρασμα και τις συστάσεις έπρεπε να βρεθεί, για τις πρώτες μέρες, προσωρινό κατάλυμα. Τις περισσότερες φορές φιλοξενούσε τον καινούριο δάσκαλο ο παλιός συνάδελφος, αν υπήρχε, ο πρόεδρος της Κοινότητας, ή ο παπάς του χωριού, ή κάποιος ευκατάστατος χωριανός που διακρινόταν για τη φιλοξενία του. Συνήθως, το γραφείο του σχολείου, αποτελούσε τη μόνιμη κατοικία του εργένη δασκάλου ή δασκάλας. Πολυτέλεια ήταν αν το σχολείο διέθετε και κατοικία δασκάλου.
Η σίτιση
Μεγάλο πρόβλημα, για τις εποχές που μιλάμε, ήταν η σίτιση, η διατροφή, το καθημερινό φαγητό. Το μπακάλικο του χωριού διέθετε ελάχιστα είδη διατροφής και αυτά παστά ή κονσερβικά πολυκαιρισμένα. Οι κάτοικοι φτωχοί και πολυφαμελίτες. Ποιος να φάει και τι να περισσέψει. Ένας τρόπος σίτισης του δασκάλου ήταν η εκ περιτροπής σειρά, κάθε μέρα τον τάιζε και μια οικογένεια. Και δικαιολογημένα, διότι πού θα έτρωγε ο άνθρωπος. Πήγαινε η φασολάδα και οι πατάτες με αυγά σύννεφο. Σπάνιο έδεσμα το κρέας και κανένας κόκορας.
Τα ντουλάπια του γραφείου του δασκάλου ήταν γεμάτα κονσέρβες. Αυτή η σίτιση δημιουργούσε σε πολλούς μικροπροβλήματα υγείας. Αργότερα ήρθαν τα μαθητικά συσσίτια και καλυτέρεψαν κάπως τα πράγματα. Σιγά σιγά άνοιξαν οι αυτοκινητόδρομοι και κυκλοφορούσαν αγροτικά αυτοκίνητα και φορτηγοεπιβατηγά, κυρίως με τον καλό καιρό, γιατί με χιόνια και τις βροχές οι δρόμοι ήταν αδιάβατοι. Με τη βελτίωση της συγκοινωνίας έφταναν και περισσότερα αγαθά στο χωριό.
Επί του έργου
Αφού ο δάσκαλος εξασφάλιζε στέγη και διατροφή, αμέσως άρχιζε το έργο του. Ένα έργο πολύπλοκο και πολυσύνθετο. Πρώτο και βασικό η μόρφωση και η αγωγή των παιδιών. Να τα μορφώσει και να τα βάλει σε κάποια σειρά. Να βάλει τα θεμέλια μιας ελληνοχριστιανικής αγωγής, σύμφωνα με τις επικρατούσες τότε εθνικές και τοπικές συνθήκες. Συμμετοχή στις εθνικές και σχολικές γιορτές, εκκλησιασμός τις Κυριακές και τις χριστιανικές γιορτές, καλλιέργεια του σχολικού κήπου και διάφορες άλλες δραστηριότητες. Φυσικά, πρωί- απόγευμα μάθημα. Εκτελούσε καθήκοντα κοινοτικού γραμματέα και ψάλτη και πρωτοστατούσε στα κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα του χωριού.
Επιτυχημένος, για τους χωριανούς, δεν ήταν μόνο ο δάσκαλος που πλούτιζε με γνώσεις τα παιδιά, αλλά και αυτός που απολάμβανε την αποδοχή και εμπιστοσύνη των χωριανών, τόσο στα κοινά, όσο και σε προσωπικά και οικογενειακά τους ζητήματα.
Οικογενειακές δυσκολίες
Όταν ο δάσκαλος ήταν ελεύθερος και δεν είχε οικογενειακές υποχρεώσεις τα πράγματα ήταν ευκολότερα. Όταν όμως είχε και την επιμέλεια συζύγου και παιδιών οι δυσκολίες, στα ορεινά χωριά, ήταν αυξημένες. Τα χιόνια και τα κρύα ταλαιπωρούσαν αρκετούς μήνες τους χωρικούς, δημιουργώντας αρκετά προβλήματα θέρμανσης, διατροφής και περίθαλψης των παιδιών του. Όταν αρρώσταιναν τα παιδιά του έφτανε σε σημείο απογοήτευσης. Τα πρακτικά γιατροσόφια δεν εφησύχαζαν τους δασκάλους. Ξημέρωναν στην πόρτα κάποιου χωριανού, που διέθετε αυτοκίνητο, να τον μεταφέρει, με το άρρωστο παιδί του, στο πλησιέστερο αστικό κέντρο, όπου υπήρχε παιδίατρος. Και πάλι η μετάβαση, με τους λασπωμένους και χιονισμένους χωματόδρομους και τα κατεβασμένα ρέματα ήταν επικίνδυνη. Αργότερα, που καθιερώθηκε ο θεσμός του αγροτικού γιατρού, βελτιώθηκαν κατά πολύ οι συνθήκες παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, με την επίσκεψη στο αγροτικό ιατρείο ή του αγροτικού γιατρού.
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι ίδιες δυσκολίες στα ορεινά χωριά άγγιζαν και το γιατρό και τον παπά, τον ταχυδρόμο και τον αστυνόμο. Με εξαίρεση ότι αυτοί, το μεγαλύτερο διάστημα το περνούσαν σε κεφαλοχώρια και όχι σε κουτσοχώρια, όπως ήταν υποχρεωμένος να ζει ο δάσκαλος με τους μόνιμους κατοίκους.
Κοινωνική ζωή
Αναφέραμε ότι στο χωριό, οι νέες και οι νέοι περίμεναν το δάσκαλο σαν φίλο και όχι σαν αντίζηλο. Σαν οργανωτή και κεντρικό πρόσωπο, γύρω από το οποίο θα αναπτύσσονταν διάφορες πολιτιστικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης και σεβασμού και πολλοί γονείς δύσκολοι και δύστροποι προς τα παιδιά τους, επέτρεπαν, ιδίως στα κορίτσια τους, να συμμετέχουν σε νεανικές παρέες, εκδρομές και περιπάτους, αφού συμμετείχε και ο δάσκαλος.
Τον προτιμούσαν και τον καλούσαν, πρώτον -πρώτον οι χωριανοί, σε νυχτέρια, αρραβώνες, γάμους, βαφτίσια, ονομαστικές γιορτές, κοινωνικές εκδηλώσεις που κατέληγαν συνήθως σε φαγοπότι, τραγούδι με το στόμα και χορό με το γραμμόφωνο. Ήταν μια όαση στην κλειστή και μονότονη κοινωνική ζωή του μικρού χωριού. Στις ατέλειωτες συζητήσεις του καφενείου η γνώμη του δασκάλου ήταν πάντα βαρύνουσα και είχε την ίδια σχεδόν αξία με τη θυμοσοφία και πολυγνωσία σεβάσμιων γερόντων. Η φράση: «το είπε ο δάσκαλος» ακουγόταν πολύ συχνά.
Τότε που δεν υπήρχαν η τηλεόραση, οι εφημερίδες και τα περιοδικά, οι σχολικές γιορτές ψυχαγωγούσαν, συγκινούσαν και τόνωναν το εθνικό φρόνημα των χωριανών, με τις θεατρικές παραστάσεις, τις απαγγελίες ποιημάτων, τα πατριωτικά τραγούδια και τις ομιλίες. Καθημερινά ο δάσκαλος έδινε εξετάσεις για τις γνώσεις του, τη συμπεριφορά και το ήθος του, μπροστά στα μάτια των μαθητών του και των χωριανών του. Τα βλέμματα όλων ήταν καρφωμένα επάνω του, γιατί ήταν ο ένας και ο μοναδικός. Έπρεπε να δίνει απαντήσεις και λύσεις σε προβλήματα εντός και εκτός του σχολείου του. Εκείνοι οι παλιοί δάσκαλοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κράτησαν επί δεκαετίες ψηλά το φρόνημα των κατοίκων της υπαίθρου και άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα της προσφοράς τους στις ψυχές των μαθητών τους. Ήταν πραγματικοί λειτουργοί.
Μήλον της έριδος
Ο ελεύθερος δάσκαλος ή δασκάλα τις περισσότερες φορές γινόταν «μήλον της έριδος». Οι ανθρώπινες αδυναμίες δεν ξεπερνιούνται εύκολα. Εδώ θα παραθέσουμε μια άλλη πτυχή του θέματος. Μερικοί χωριανοί, με ιδιαίτερη επιρροή και παρουσία στο χωριό, όπως ο πρόεδρος, ο παπάς, ο πρώτος νοικοκύρης, ο τσέλιγκας, ο κτηματίας, δεν έκρυβαν την επιθυμία τους ή την κρυφή σκέψη τους ότι ο δάσκαλος είναι ο περιζήτητος γαμπρός για τις κόρες τους ή η περιζήτητη νύφη για τους γιους τους. Γι΄ αυτό έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί και οι κινήσεις τους καθαρές και διάφανες. Οι διαπροσωπικές τους σχέσεις έπρεπε να έχουν καθολικό χαρακτήρα, χωρίς διαφοροποιήσεις και αποκλεισμούς.
Κάθε επιπολαιότητα, μεροληψία ή απερισκεψία, μπορούσε να οδηγήσει σε απρόοπτες εξελίξεις, αδιέξοδα, κουκούλωμα ή κυνηγητό. Καταγράφτηκαν αρκετά τέτοια ατυχή περιστατικά.
Ο δάσκαλος στα απομονωμένα και δύσβατα χωριά, όπως και κάθε άνθρωπος, είχε τις κοινωνικές και βιολογικές ανάγκες που έπρεπε κατά τακτά διαστήματα να ικανοποιούνται. Για να μεταβεί όμως στα αστικά κέντρα, προς ικανοποίηση αυτών των αναγκών του, έπρεπε να περπατήσει κάποιες ώρες και να τρέχει να προλάβει το μοναδικό δρομολόγιο του λεωφορείου, που θα τον μετέφερε στο κοντινότερο αστικό κέντρο. Σας καταθέτω ένα αληθινό περιστατικό που το αφηγήθηκε δάσκαλος ενός σχολείου της ορεινής Μακρακώμης: Ήταν Σάββατο μεσημέρι όταν σχόλασε λίγο νωρίτερα τους μαθητές του για προλάβει το λεωφορείο προς τη Λαμία. Κατηφορίζοντας με τα προκιαστά άρβυλά του το μονοπάτι πέρασε δίπλα από ένα χωράφι σπαρμένο με καλαμπόκι. Για μια στιγμή πετάγεται από αυτό, ακούγοντας το ποδοβολητό, ένας άνθρωπος αλαφιασμένος και του φωνάζει, πριν καλά- καλά τον δει: « Πστρουτ, μαγκούφ΄. Α εσύ είσαι δάσκαλε κι εγώ νόμισα ότι έκοψε το καπίστρ΄ το γαϊδούρι μ΄ !».
Η ηθική ικανοποίηση
Πολλές φορές ο δάσκαλος της εποχής εκείνης ήταν κριτής και τιμωρός και περιόριζε την ελευθερία των μαθητών του. Πολλές φορές πίεζε και τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο διότι τα απασχολούσαν σε γεωργοκτηνοτροφικές δουλειές. Προέτρεπε τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους για γράμματα και έκανε φροντιστήριο, αμισθί, στα παιδιά που προορίζονταν για το Γυμνάσιο. Το απολυτήριο, ήταν εισιτήριο τότε για το ταξίδι που οδηγούσε πιο πέρα από τη δική τους μιζέρια. Αρκετοί ήταν αυτοί που στεφάνωναν και βάφτιζαν στο χωριό που υπηρετούσαν, δημιουργώντας έτσι και συγγενικούς δεσμούς. Οι μαθητές μας αναγνώριζαν και αναγνωρίζουν την προσφορά μας αυτή κι αυτό φαίνεται από τα προσκλητήρια σε γάμους και σε άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, όπου με κάθε τρόπο δείχνουν το σεβασμό και την ευγνωμοσύνη τους στο δάσκαλο που τους έμαθε τα πρώτα γράμματα.
Η αποστολικότητα των δασκάλων
Είχαν οι δάσκαλοι εκείνης της εποχής μια αποστολικότητα, μια ιερή δηλαδή αφιέρωση και αφοσίωση στο έργο τους, ένα στοιχείο άγνωστο ίσως στις μέρες μας. Χρειαζόταν πραγματική γενναιότητα και αυταπάρνηση, ένας μόνο άνθρωπος, να διδάσκει πρωί απόγευμα, σε όλες τις τάξεις, σε σχολείο με πενήντα, εξήντα και περισσότερα παιδιά. Χρειαζόταν δύναμη και κουράγιο να επιβάλλεται στην αίθουσα και να διδάσκει γράφοντας, με την κιμωλία, τα πάντα στον πίνακα, γιατί βιβλία και άλλα βοηθητικά και εποπτικά μέσα διδασκαλίας δεν υπήρχαν.
Κι όμως, με μεγάλες ατομικές στερήσεις, μακριά από τα σπίτια τους, κατάφερναν να μαθαίνουν τους μικρούς και στερημένους μαθητές τους καλά γράμματα και να τους δίνουν τα απαραίτητα εφόδια για τη ζωή που ξανοιγόταν μπροστά τους. Πόση ικανοποίηση και υπερηφάνεια δοκίμαζαν όταν έβλεπαν πολλούς από αυτούς να διακρίνονται στα γράμματα, να προκόβουν επαγγελματικά και γενικά να πετυχαίνουν στη ζωή τους.
Οι μαθητές
Την εκπαιδευτική αξία του δασκάλου κάποιοι τότε τη μετρούσαν με τις βέργες. Όσο περισσότερες βέργες, κρανίσιες, έσπαγε ο δάσκαλος στα χέρια των παιδιών, τόσο καλός παιδαγωγός ήταν για τους γονείς. Πού να βρεθεί χρόνος από τους ίδιους για την αγωγή των παιδιών τους, πού οι κακόμοιροι μαθητές να πουν τον πόνο τους. Οι περισσότερες ξυλιές είχαν να κάνουν με εξωσχολικά κατορθώματα, με τις ανήλικες σκανταλιές και παρανομίες. Κατήγοροι οι ίδιοι οι γονείς και προπαντός ο αγροφύλακας, το «μάτι» του χωριού. Αυτός μαρτυρούσε τα παιδιά που χάλαγαν τις φωλιές, που πετούσαν πέτρες στ΄ αχλάδια, που ανέβαιναν στις κερασιές, που έκλεβαν τα μήλα. Για την επιδρομή στις καρυδιές δε χρειάζονταν αποδείξεις, το μαρτυρούσαν οι μαυρισμένες παλάμες. Για το παιχνίδι δικαιολογία καμιά. Τα μαθητούδια από πολύ νωρίς έπρεπε να μοιράζονται τις έγνοιες και την αποσταμάρα των γονιών. Πρώτα τσοπανόπουλα κι αγρότες, ύστερα καλφούδια και μαστορόπουλα. Για διάβασμα χρόνος δεν περίσσευε. Ανελέητες οι βιοτικές μέριμνες.
Τότε και σήμερα
Πέτρινα εκείνα τα χρόνια, δύσκολα, σκληρά, περιπετειώδη, με στερήσεις, κακουχίες και μικροχαρές. Παρ΄ όλα αυτά ήταν όμορφα και η ύπαιθρος έσφυζε από ζωή. Το δημοτικό σχολείο και οι φωνές των παιδιών στο προαύλιο, στους δρόμους και τα σοκάκια, χαρακτήριζαν τη δυναμικότητα του χωριού σε έμψυχο υλικό και ζωντάνια.
Τα προβλήματα των άγονων γραμμών ξεπεράστηκαν. Σήμερα και το τελευταίο σχεδόν χωριό της πατρίδας μας έχει ηλεκτρικό και άσφαλτο. Τα λυχνάρια και οι λάμπες κοσμούν τα μουσεία ή τα σαλόνια, σαν αντίκες. Όμως η πραγματικότητα είναι σκληρή. Σχολεία κλειστά, σιωπηλά καμπαναριά. Τα περισσότερα πέτρινα και γραφικά κτίρια μετατράπηκαν από τους συλλόγους σε μουσεία, που ανάμεσά τους φιλοξενούν και τις φωτογραφίες παλιών δασκάλων.
Θυμίζουν μια εποχή χωρίς γυρισμό. Χάσαμε οριστικά τους δασκάλους, τους αστυνόμους και οι παπάδες εξυπηρετούν δύο και τρία χωριά. Οι κάτοικοι αραίωσαν, τα σπίτι δεν καπνίζουν, τα περιβόλια χορτάριασαν, τα χωράφια μας κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν δασικές εκτάσεις. Η ερήμωση και η εγκατάλειψη περιδιαβαίνουν μελαγχολικά στα σοκάκια και τις γειτονιές των χωριών μας κι εμείς κάνουμε την αβαρία να τα επισκεπτόμαστε κανα-δυο φορές το χρόνο, με απαιτήσεις μάλιστα να τα βρίσκουμε όλα στην εντέλεια.
Ευτυχώς που υπάρχουν σε κάθε χωριό μερικοί νοσταλγοί του παλιού καλού καιρού και της παραδοσιακής ζωής. Αναβιώνουν παλιά ήθη κι έθιμα των πατεράδων μας και αντιστέκονται στη σαρωτική μανία του σύγχρονου πολιτισμού. Διακρίνει κάποιος στην εποχή μας μια τάση επιστροφής. Όλο και περισσότεροι επιστρέφουν στα χωριά μας, κυνηγημένοι από τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής των μεγαλουπόλεων. Μόνο που οι περισσότεροι από αυτούς είναι οι απόμαχοι της ζωής, οι ηλικιωμένοι και οι συνταξιούχοι. Όσο όμως κι αν προσπαθήσουν δεν θα ξαναφέρουν το δάσκαλο, ποτέ πλέον, στο ορεινό χωριό κι ας είναι προσπελάσιμη η ορεινή γραμμή.
Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι
Το θέμα μας είναι πλούσιο σε υλικό, γεγονότα και περιπέτειες και θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες για τα σχολεία, τους δασκάλους και τους μαθητές των άγονων γραμμών. Χωρίς, ελπίζω, να έκανα κατάχρηση της υπομονής και αντοχής σας, επιτρέψτε μου, ως επίλογο, να παραθέσω ένα ευτράπελο περιστατικό που μου αφηγήθηκε ένας παλιός, φίλος μου δάσκαλος:
Ένα πρωινό διέσχιζε το δρόμο για το σχολείο, που ήταν στην άκρη του χωριού. Περνώντας το ρέμα, με το σκιερό πλάτανο και τη μικρή ποτίστρα, συνάντησε το μπαρμπα-Στέργιο με το βόδι του. Μπροστά το βόδι και ξωπίσω ο γέροντας με τον τροβά και τη μαγκούρα του. Μόλις είδε το δάσκαλο το βόδι πισωπάτησε και θέλησε ν’ αλλάξει δρόμο. Τότε ο μπαρμπα-Στέργιος, ξαμώνοντας με τη μαγκούρα του, φώναξε:
- Ω! ω! Κατσούλ’ … Πρώτη φορά βλέπ΄ς δάσκαλο…!
Διασκευή από σχετική ομιλία του συναδέλφου Κώστα Παπαμίχου.