Τα παγανά
«...Τα καλικαντζούρια, τα παγανά όπως τα λέει ο λαός μας, είναι οι βρυκολακιασμένες ψυχές των στρατιωτών του Ηρώδη, η παγάνα δηλαδή που ξαπόστειλε ο κακούργος βασιλιάς για την εξόντωση του Χριστού μας και έσφαξαν χιλιάδες νήπια της Ιουδαίας. Η κατάρα αυτή της παιδοκτονίας τα αναγκάζει να τριγυρίζουν αιώνια στα τάρταρα κι εκεί να ροκανίζουν λυσσασμένα με τα δόντια τους το μεγάλο δέντρο που ακουμπάει η γης. Κι απάνω στην κρίσιμη ώρα που λιανεύει το δέντρο, το διώχνει με ένα αυστηρό πρόσταγμα ο Χριστός, παραμονή των Χριστουγέννων και ξεκουμπίζονται τα παγανά πάνω στη γη. Για ένα δωδεκαήμερο που μένουν στη γη, το δέντρο ξαναγίνεται όπως πριν. Τη μέρα τα παγανά κρύβονται και τη νύχτα τριγυρίζουν παντού. Μόλις λαλήσουν τα κοκόρια κρύβονται πάλι. Ξαναγυρίζουν στα τάρταρα του Σταυρού, την παραμονή των Φώτων, που αγιάζονται τα νερά και ξεμαγαρίζει ο τόπος...».
Έτσι τέλειωσε ο δάσκαλος τη διήγησή του για τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Ήταν η μέρα που θα κάναμε διακοπές κι εμείς τα μαθητούδια ακούγαμε συνεπαρμένα τα λεγόμενά του και προπάντων αυτά που μας έλεγε για τα παγανά. Τώρα ποιος θα τολμούσε να ξεμυτίσει πριν ξημερώσει για να πει τα κάλαντα! Ο Γιώργος, ο διπλανός μου, βρήκε το κουράγιο να ρωτήσει το δάσκαλο πού βρίσκεται αυτό το δέντρο που κρατάει ολόκληρη γη. Ο δάσκαλος ήρεμα του απάντησε ότι αυτά που είπε είναι μια λαϊκή παράδοση κι ότι το δέντρο βρίσκεται πολύ κοντά μας, μέσα στο χωριό.
- «Πόσο κοντά κύριε;» ξαναρώτησε με αγωνία ο συμμαθητής μου. Κι ο δάσκαλος για να τον φοβερίξει να διαβάζει περισσότερο του απαντά:
- «Στου Κανούτου το μύλο, που όλη μέρα χαζεύεις στήνοντας σκανταλιές και κυνηγάς με το λάστιχο γμαρότσιονα!» Ο Γιώργος, όχι μόνο στις διακοπές αλλά και πολύ καιρό έκαμε να ξαναπατήσει εκεί. Βλέπετε ...ο φόβος φυλάει τα έρμα.