Στη μάνα

2014-06-24 16:12

 

Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι... Ντρεπόταν γι΄ αυτήν κι ώρες ώρες τη μισούσε. Η δουλειά της ήταν μαγείρισσα στη φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους καθηγητές, για να βγάζει τα έξοδά τους. Δεν ήθελε να του μιλάει, για να μη μαθαίνουν ότι είναι  παιδί μιας μητέρας με ...ένα μάτι. Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα που τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα.    

     

Μα από μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του. Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο Δημοτικό πέρασε η μητέρα του στο διάλειμμα να του πει ένα γεια. Ένιωσε πολύ στενοχωρημένος. «Πώς μπόρεσε να του το κάνει αυτό;»... αναρωτιόταν... Την αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έφυγε. Την επόμενη μέρα, ένας από τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!» ...Ήθελε να εξαφανιστεί. Όταν γύρισε σπίτι, της είπε: «Αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου, τότε καλύτερα να πεθάνεις!».  Αυτή δεν του απάντησε. 

   

-«Δε μ΄ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος», έλεγε αργότερα σ΄ένα φίλο του. «Ήθελα να φύγω από εκείνο το σπίτι και να μην έχω καμιά σχέση μαζί της. Έτσι διάβασα πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά  για σπουδές... και τα κατάφερα. Μα ήλθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη λέσχη για να με βοηθάει. Δε μπορούσε να πάει κάπου αλλού;»     

    

Αργότερα παντρεύτηκε. Αγόρασε ένα δικό του σπίτι. Έκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, τη γυναίκα του και τη δουλειά του. Μια μέρα, μετά από χρόνια απουσίας, η μητέρα του πήγε να τον επισκεφθεί. Δεν είχε δει ποτέ από κοντά τα εγγόνια της. Μόλις εμφανίστηκε στην πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε. Θύμωσε επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει. Τότε του φώναξε: «Πώς τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά στο σπίτι μου και τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγες έξω! Φύγε!». Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Αα, πόσο λυπάμαι κύριε! Μάλλον μου έδωσαν  λάθος διεύθυνση» κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι γιαγιά τους.

    

Πέρασαν χρόνια, όταν πήγε στην πόλη που γεννήθηκε για τη συγκέντρωση των αποφοίτων της τάξης του. Ύστερα πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο από περιέργεια. Οι γείτονες του είπαν ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ. Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι΄αυτόν. Έγραφε: « Αγαπημένε μου γιε, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου. Έμαθα ότι έρχεσαι για τη σχολική συγκέντρωση κι ένιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν, αν δε με προφτάσεις. Στεναχωριέμαι που σε έφερα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα όσο ήσουν μικρός.  Βλέπεις ... όταν ήσουν πολύ μικρός είχες ένα σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δε θα μπορούσα να βλέπω να μεγαλώνεις με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο περήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι. Έχεις πάντα όλη μου την αγάπη.    Η μητέρα σου».

   

 

(Από την εφημερίδα «Αρτοτίνα»)

                                                                                

Αναζήτηση στο site