Στα ξεφλουδίσματα

2014-10-29 18:01

 Είχε αρχίσει να νυχτώνει, ένα  ζεστό βραδάκι του Σεπτέμβρη, όταν άρχισαν να μαζεύονται οι κοντογειτόνοι στο αλώνι του μπαρμπα-Νίκου, εκεί ψηλά στο Ψυρρί, στο γραμμενιοξυώτικο μαχαλά της Σπερχειάδας. Ήτανε καιρός για το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού. Ένας ένας έπιανε θέση γύρω από το μεγάλο σωρό, στη μέση του αλωνιού, που το φώτιζε το δυνατό φως του λυχναριού. Οι γεροντότεροι μαζί και δίπλα, στη δική τους παρέα, οι νιότεροι. Στην άκρη άκρη εμείς τα πιτσιρίκια που ανυπόμονα περιμέναμε τα γυμνά φύλλα, τα «φλούστρια», για να κάνουμε τούμπες και να παίξουμε κρυφτό. Κάθονταν όλοι σταυροπόδι και με μια πατερόπροκα άρχιζαν κρακ κρακ ν΄ ανοίγουν από τις μύτες τους τα γινωμένα καλαμπόκια. Τα φύλλα πίσω, ο  ξεγυμνωμένος καρπός  μπροστά, μέσα σε μεγάλα πανέρια.

  

Περνώντας η ώρα το κέφι ανάβει. Τα πειράγματα, τα αστεία και τα κουτσομπολιά δίνουν και παίρνουν. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα ευθυμίας και ανέφελης οικειότητας, η δουλειά προχωρούσε αχόλιαγα κι  ακούραστα. Η νοικοκυρά δε σταματάει να  φιλεύει τους καλεσμένους  φρέσκα σύκα, σταφύλια και τσίπουρο. Ώσπου κάποια στιγμή στρώνει μια τάβλα μπροστά τους με μια αχνιστή τυρόπιτα της γάστρας. Το ξεφλούδισμα σταματάει και πέφτουν όλοι στο φαΐ. Η κανάτα με το μπρούσκο κρασί πηγαινοέρχεται  στο κελλάρι. Οι ευχές περισσεύουν:

 

-Άντε και καλά μπερεκέτια. Του χρόνου πλουσιότερα!

-Πιέστε παιδιά για να ξυπνήσουν τα αίματα, χωρατεύει το αφεντικό. Αν δεν τελειώσει ο σωρός κανείς δε θα φύγει από ΄δώ.

   

Όταν σηκώθηκε η τάβλα τα χέρια πήραν πάλι φωτιά. Ο πιο μερακλής της παρέας αρχίζει το τραγούδι: « Σε τούτη την τάβλα πού ΄μαστε», «κέρνα μας μαυρομάτα μου», «Σήκω απάνω Γιάννο μου». Το ΄να τραγούδι  αρχίζει, το άλλο σταματάει. Και δος του τραγούδια  και δος του  γέλια και κέφι...

    

Θα είχαν περάσει τα μεσάνυχτα- εμείς τα μικρά χουζουρεύαμε σε μια κουρελού- όταν μια φωνή ακούστηκε στην αυλόπορτα. Σταμάτησαν όλοι κι αφουγκράστηκαν. Η φωνή ξανακούστηκε:

 

-Μπάρμπα, έ μπάρμπα!

-Έλα παιδί μου, κόπιασε, απάντησε ο σπιτονοικοκύρης.

-Δε θέλω τίποτα μπάρμπα, ανταπάντησε ο μουσαφίρης. Θέλω μόνο όταν τραγουδάτε να μη λέτε ονόματα.  Άντε καληνύχτα!

  

Ένας καλοκάγαθος γείτονας , που τον λέγαν Γιάννη, έφτασε άρον άρον να παραπονεθεί στην παρέα μας. Κοιμόταν ο δόλιος στο μπαλκόνι του όταν άκουσε το τραγούδι «σήκω απάνω Γιάννο μου και μη βαριοκοιμάσαι...» και  το πήρε για προσβολή. Νόμισε ότι λέγαν γι΄ αυτόν. Το γέλιο πήγε σύννεφο. Τα μάτια ξενύσταξαν. Κανείς δεν κατάλαβε για πότε ξεφλουδίστηκε το υπόλοιπο καλαμπόκι. Γελούσαμε ακόμα, μικροί και μεγάλοι, όταν καληνυχτίζοντας πήραμε το δρόμο για το σπιτικό μας...

 

Αναζήτηση στο site