Ρίξε Αντριά μ΄
Αντριά λένε το Νοέμβρη μήνα στα χωριά μας. Άλλοι γιατί αντρειεύει, δηλαδή μεγαλώνει η νύχτα και το κρύο και άλλοι γιατί η τελευταία του μέρα είναι «τ΄ Αντριός», η γορτή του αποστόλου Αντρέα. Οι παλιότεροι ακόμα μολογάνε και μια ευτράπελη ιστορία, καταχωνιασμένη στην αστείρευτη λαογραφία μας.
Ένας νέος από τα χωριά του κάμπου, Αντρέας τ’ όνομά του, ξεκίνησε κάποτε το μήνα αυτό για ένα πολύ ορεινό χωριό με τους γονείς του για να δώσει λόγο με μια κοπέλα, πριν πιάσει για τα καλά ο χειμώνας. Επειδή ήταν καλοκάγαθος και καλοφαγάς ο πατέρας του τον συμβούλεψε να μην παρασυρθεί και φάει πολύ και δώσει άσχημη εντύπωση. Του είπε μάλιστα να έχει το νου του όταν θα του έκανε νόημα ή όταν τον σκουντούσε.
Πράγματι, τους καλοδέχτηκαν οι συμπεθέροι στο σπιτικό τους, κάνοντας μεγάλη ετοιμασία, όπως το συνήθιζαν με τους μουσαφιραίους. Πάνω στο φαγητό όμως μια γάτα σκούντηξε το γαμπρό κάτω από το τραπέζι κι από τότε εκείνος δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του.
-Φάε γαμπρέ, τι έχεις; του λέγαν οι σπιτικοί. Μήπως δε σ’ αρέσει το φαγητό;
-Τίποτα, τίποτα! Αποκρινόταν εκείνος και δεν έβγαζε μιλιά.
Σα φάγανε και γλεντήσανε έπεσαν να κοιμηθούνε, ενώ έξω άρχισε να ψιλοχιονίζει. Αργά τη νύχτα ο γαμπρός σηκώθηκε, γιατί τον έσφιξε η πείνα και βγήκε κρυφά στο χαγιάτι, άνοιξε το σακούλι του κι αποτέλειωσε το ψωμοτύρι που είχαν μαζί τους για το ταξίδι. Κατά σύμπτωση, εκείνη την ώρα ξύπνησε και το αφεντικό για να ρίξει λίγο σανό στα ζωντανά.
Βλέποντας να χιονίζει είπε:
-Ρίξε Αντριά μ’, ρίξε!
Ο γαμπρός νόμισε ότι το λέει γι’ αυτόν κι αυθόρμητα απαντά:
-Αν ρίχνω κι αν δε ρίχνω, απ΄το σακούλι μ’ ρίχνω!
Έτσι έμεινε αυτή η φράση που οι γεροντότεροι τη μνημονεύουν ακόμα, σαν βλέπουν να ρίχνει πολύ χιόνι.