Περί τσίπουρου
Κι ενώ το νέο κρασί ετοιμάζεται στα βαρέλια ήρθε η ώρα του τσίπουρου. «Εβραίικο συναγώι» θυμίζει το ρακαριό αυτές τις μέρες, τις φθινοπωρινές, στα χωριά μας. Σωστό μαγαζί. Περνάει ο ένας να δοκιμάσει το νέο τσίπουρο, ο άλλος να βρει παρέα και να πιάσει κουβέντα. Νύχτα μέρα το ίδιο. Κάστανα και πατάτες στη χόβολη, κοντοσούβλι και λουκάνικο παραπέρα στα κάρβουνα. Οι ενδιαφερόμενοι, αγρυπνούντες και γρηγορούντες, γεύονται κα ξαναγεύονται το νέο προϊόν. Και δώστου καλαμπούρια, ιστορίες και μουραπάδες. Όταν μάλιστα πιουν πεντέξι ποτήρια απ΄ αυτό, τότε συμφωνούν ότι τώρα «έστρωσε», δηλαδή ψήθηκε κι έγινε όπως πρέπει, έτοιμο προς ...πόση.
Μα ώσπου να φτάσουμε εκεί προηγούνται οι φορολογικές διατυπώσεις. Άδεια, ειδική, χρειάζεται για να στάξει το «υγρό πυρ» και σφράγισμα και ξεσφράγισμα τα καζάνια, με σφραγίδες και βούλες. Μετρημένες οι ώρες και τα εικοσιτετράωρα. Από τότε που άρχισε ο ανταγωνισμός με τη βιομηχανία και τις φάμπρικες, αλλά και για φορολογικούς σκοπούς, η πολιτεία το ετίμησε με το νόμο «περί φορολογίας των αμβύκων». Μάλιστα παλιότερα είχε ξεσπάσει για το θέμα αυτό πολιτικός πόλεμος μεταξύ των Χαριλάου Τρικούπη και Δεληγιάννη, που έμεινε στην ιστορία. Ο αείμνηστος συμπατριώτης μας λαογράφος Ζάχος Ξηροτύρης κατέγραψε ένα ευτράπελο περιστατικό σε ένα από τα πάμπολλα βιβλία του, μεταξύ ενός πάρεδρου χωριού και του Έφορα, το οποίο και παραθέτουμε:
Εκείνο τον καιρό, σ΄ένα ορεινό χωριό της Φθιώτιδας ο πάρεδρος ζήτησε για την απόσταξη των σταφυλιών, όπως πάντα, άδεια απόν τον Έφορα. Αυτός την ενέκρινε και πρόσθεσε στο τέλος του σχετικού εγγράφου και την εξής φράση: «Τα καζάνια θα αποσφραγιστούν υπ΄ εμού». Το πήρε το χαρτί ο πονηρός πάρεδρος κι αμέσως έβγαλε ανακοίνωση στο χωριό ν΄ αρχίσει η απόσταξη. Στήθηκαν τα ρακαριά και τα ρακοκάζανα δούλευαν μέρα νύχτα, μέχρις ότου δεν έμεινε ούτε τσαμπί. Κάποτε ήρθε και ο Έφορας ν΄ αποσφραγίσει τα καζάνια μα τα βρήκε αποσφραγισμένα και τα ρακιά βγαλμένα.
-Τι έκανες εκεί πάρεδρε; Θα σε στείλω στον Εισαγγελέα.
-Μη θυμώνεις κυρ-Έφορα άδικα, του απαντά ο πάρεδρος. Τίποτα δε μπορείς να μου κάνεις. Να, έχω εδώ το χαρτί σου που λέει ότι τα καζάνια «θα αποσφραγιστούν υπ΄ εμού».
Παίρνει το έγγραφο ο Έφορας και το διαβάζει κι αυτός. Έτσι έλεγε πράγματι, αλλά το «υπ΄ εμού» εννοούσε βέβαια τον ίδιο, τον Έφορα.
-Σε μένα δίνεις τη διαταγή κυρ-Έφορα, συνεχίζει ο πάρεδρος, δεν διατάσσεις τον εαυτό σου, εσύ είσαι ο « υπό σου» κι εγώ ο «υπ΄ εμού».
Μάταια προσπαθούσε ο Έφορας να του εξηγήσει τη γραμματική. Δεν ήθελε κιόλας να τον μηνύσει. Τους δισταγμούς του τους κατάλαβε ο πονηρός πάρεδρος και γυρίζει και του λέει:
-Δεν ξέρω ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο Έφορα μ΄ αυτό το «υπό σου» και το «υπ΄ εμού». Δώσε τόπο στην οργή και μπουρδούκλωστα όπως ξέρεις, να ησυχάσω κι εγώ, να ησυχάσεις
Τελικά κάνανε κι οι δυο τους συμβιβασμό. Πλήρωσε το χωριό για τις μισές ημέρες κι αποσιωπήθηκε το γεγονός. Ο Έφορας σφράγισε τα καζάνια κι όλα ...μέλι γάλα.