Παγκυριώτικες στιγμές
Ήταν τα πρώτα χρόνια που στην Αγία Παρασκευή, στα Κουφόδεντρα, γινόταν πανηγύρι στη χάρη της. Είχε καθιερωθεί από τους αδελφούς Πάππα, ομογενείς της Αμερικής από τη Γραμμένη Οξυά, που αγαπούσαν τη Σπερχειάδα σαν δεύτερη πατρίδα τους. Το πανηγύρι αρχικά γινόταν μέσα στο προαύλιο της εκκλησίας και μετέπειτα στον περιβάλλοντα χώρο και στα παρακείμενα μαγαζιά.
Εκείνη τη χρονιά, γύρω στα 1965, ένα μαγαζί έκλεισε για το πανηγύρι μια ορχήστρα με γύφτους, από τα Ρεβένια Λαμίας. Αυτοί πήραν το συνηθισμένο γι΄ αυτές τις καταστάσεις «καπάρο» και πράγματι το βράδυ της παραμονής έκαναν την εμφάνισή τους, πέντε τον αριθμό, με τα βαλιτσάκια τους. Αφού κατέβασαν τον «περίδρομο», πώς να παίξουν δα νηστικοί, ανέβηκαν στην εξέδρα, μια παλιά πλατφόρμα από τρακτέρ κι άρχισαν να ανοίγουν τα βαλιτσάκια τους. Ο κόσμος ήδη είχε μαζευτεί πολύς. Τα άνοιγαν λοιπόν ρίχνοντας κλεφτές ματιές ο ένας στον άλλον. Οι αθεόφοβοι ήρθαν χωρίς πρώτα να έχουν συννενοηθεί καλά για τα όργανα που θα έπαιζε ο καθένας τους. Έτσι λοιπόν ...ξεφύτρωσαν τρία κλαρίνα, ένα βιολί και ένα λαούτο.
Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. Βάραγαν στο «γάμο του Καραγκιόζη». Οπότε δεν άντεξε ένας πανηγυριώτης και το πέταξε:
-Φέρτε ρε τα κλαρίνα σας να τα συγκεριάσουμε, να φέρουμε το νερό από τη Γόριανη!
Ήταν η εποχή που η Σπερχειάδα υπέφερε από την έλλειψη πόσιμου νερού.
Μια άλλη χρονιά, στο διπλανό μαγαζί, ο κλαριντζής, γύφτος κι αυτός αλλά μεγάλο όνομα στην πιάτσα, εμφανίστηκε τύφλα στο μεθύσι πριν ξεκινήσει ανήμερα το πανηγύρι. Το περασμένο βράδυ, της παραμονής, το ξημέρωσε παίζοντας ασταμάτητα και στη συνέχεια το ΄ριξε στο πιοτό με έναν παλιό του φίλο που τον αντάμωσε ύστερα από πολλά χρόνια. Τρικλίζοντας αλλά ατάραχος λέει στη γυναίκα του μαγαζάτορα:
-Θεια, φκιάξε μου δυο αβιγά μιλάτα!
-Να σου φκιάσω τέσσερα παιδάκι μ΄, αρκεί να συνέλθεις, του απαντά εκείνη.
Αυτό ήταν! Βάρεσε το κλαρίνο μέχρι την αυγή, χωρίς ανάσα. Κι έγινε και καλό πανηγύρι.