Ο ξεχασιάρης κόκορας
«...Ρολόι δεν έχει, τις ώρες μετρά» μας έλεγε η δασκάλα μας για τον κόκορα. Τον κόκορα διαλέξαμε κι εμείς να μας ξυπνήσει νωρίς για να πούμε στη γειτονιά τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. Εκείνα τα χρόνια ξεκινάγαμε από τα άγρια χαράματα, οι πρώτοι καλαντάρηδες ήταν οι πιο τυχεροί. Οι εισπράξεις από τα κάλαντα ήταν για τους περισσότερους το μοναδικό χαρτζιλίκι, που σχεδόν όλο κατέληγε στα μανταλάκια του περίπτερου. Με το μικρότερό μου αδελφό λοιπόν ξεχωρίσαμε στο κοτέτσι μας τον πιο κοτσονάτο κόκορα και τον κλείσαμε κρυφά από νωρίς το βράδυ στο χαγιάτι, κάτω από το παράθυρο, για να τον ακούσουμε στα σίγουρα. Μέσα στο χαγιάτι ήταν και τα τσουβάλια με το καλαμποκάλευρο και τα πίτουρα για τα ζώα. Έτσι ήσυχοι για το ...σίγουρο ξυπνητήρι πέσαμε για ύπνο. Ο κόκορας όμως, που καθώς φαίνεται ...άλλαξε περιβάλλον και συνήθειες, δεν έκανε κιχ ο αφιλότιμος το πρωί. Ξεκινήσαμε αργοπορημένοι, οι άλλοι είχαν γυρίσει κάμποσα σπίτια και οι εισπράξεις δεν ήταν οι αναμενόμενες. ΄Ολο «μας τα ΄παν άλλοι» μας έλεγαν.
Γυρίζοντας μουτρωμένοι το μεσημεράκι στο σπίτι μάς περίμενε κι άλλη λαχτάρα. Βρήκαμε τη μάνα μας αναμαλλιασμένη. Μας υποδέχτηκε με φωνές και μας φιλοδώρησε, ας ήταν χρονιάρες μέρες, με κάτι τσιμπιές που μελάνιασαν τα πόδια μας. Και με το δίκιο της. Τι είχε συμβεί; Φεύγοντας βιαστικά το πρωί ξεχάσαμε τον κόκορα στο χαγιάτι. Αυτός βρήκε την ευκαιρία, τρύπησε τα τσουβάλια και φούσκωσε τη γκούσια του. Ανοίγοντας ανύποπτη την πόρτα το πρωί η μάνα μου τρόμαξε από το φτεροκόπημα του φυλακισμένου πουλιού και από τις σκορπισμένες ζωοτροφές που αντίκρυσε. Κόντεψε η δόλια να πάθει συγκοπή. Ένας Θεός ξέρει πώς θα ένιωσε. Πάντως μάς τα ΄ψαλλε για τα καλά τα κάλαντα εκείνη τη χρονιά.
Το άλλο πρωί, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, μας έδωσε από ένα τάλλιρο, κρυφά από τον πατέρα κι όλα μέλι γάλα. Η καημένη η μανούλα!