Ο Διάκος και η αρραβωνιαστικιά του Κατερίνη
Μια όμορφη παράδοση σώζεται ακόμα στα Μάρμαρα, μα και στην ευρύτερη περιοχή. Έχει να κάνει με τον Εθνομάρτυρα Αθανάσιο Διάκο και την Κατερίνη από τη Σέλιανη. Ήταν λίγο πριν την Επανάσταση του 1821 και στα μέρη εκείνα λημέριαζαν με τ’ ασκέρι τους οι καπεταναίοι της περιοχής Σαφάκας, Σκαλτσοδήμος, Διάκος και άλλοι. Ο Διάκος αγάπησε μια αρχοντοπούλα του χωριού, ξακουστή για την ομορφιά της και το χαρακτήρα της, την 19χρονη Κατερίνη, το γένος Σπυρίδωνος ή Ξυστρή, την οποία και μνηστεύτηκε «δια λόγου». Ο λόγος μνηστείας τότε ήταν όρκος και συμβόλαιο. Ο Διάκος, λόγω των δύσκολων τότε καιρικών συνθηκών, είχε επιστήσει την προσοχή στην αρραβωνιαστικιά του ότι τίποτα δεν θα πιστεύει ότι προέρχεται απ’ αυτόν αν δεν της επιδείξουν το σημαδιακό του μαχαίρι με το φιλντισένιο μανίκι, που φορούσε πάντα στο σελάχι του.
Κάποια μέρα που το ασκέρι λημέριαζε στο «Κούτσουρο», λίγο πιο πάνω από τα Μάρμαρα, ο Διάκος κουβέντα στην κουβέντα με το Γούλα, πρωτοπαλίκαρο του Σκαλτσοδήμου, ήρθαν και στο γυναικείο χαρακτήρα. Ο Γούλας είχε ζητήσει την Κατερίνη για γυναίκα του, αυτή του αρνήθηκε κι εκείνος φύλαγε την ευκαιρία να πάρει την εκδίκησή του. Ο Γούλας λοιπόν υποστήριζε πως όλες οι γυναίκες πλανεύονται. Ο Διάκος είχε αντίθετη γνώμη κι έφερε για παράδειγμα την αρραβωνιαστικιά του.
-Κι αυτή είναι σαν τις άλλες. Αν θες μπορώ να στ’ αποδείξω και να στη φέρω εδώ στο λημέρι μας, του απάντησε ο Γούλας.
Έχοντας πίστη στην Κατερίνη ο Διάκος δέχτηκε τη δοκιμή. Ο Γούλας του ζήτησε να του δώσει το σημαδιακό του μαχαίρι και να στείλει ένα παλικάρι να τη φέρει. Όπως κι έγινε. (Τάκη Λάππα: Θανάσης Διάκος, σ. 33). Ο συμπατριώτης μας λαογράφος Ζάχος Ξηροτύρης (περιοδικό «Στερεά Ελλάς», τ. 51), στηριζόμενος στη μαρτυρία συγγένισσας της Κατερίνης, περιγράφει το γεγονός λίγο διαφορετικά.
Αναφέρει λοιπόν ότι οι άλλοι καπεταναίοι, Σαφάκας, Σκαλτσάς, Σπανός, γνωρίζοντας το μυστικό του Διάκου, θέλησαν γι’ αστείο να τον διαψεύσουν για την τυφλή του εμπιστοσύνη στην Κατερίνη. Με τρόπο τράβηξαν το σημαδιακό μαχαίρι από το σελάχι του την ώρα που κοιμόταν κι έστειλαν ένα παλικάρι να τη φωνάξει, δείχνοντάς το, ν’ ανέβει τάχα στο βουνό, που την ήθελε ο Θανάσης. Η κοπέλα πείσθηκε πράγματι βλέποντας το μαχαίρι του αρραβωνιαστικού της και συνεπής στη μυστική «ρήτρα», ξεγελάστηκε κι ανύποπτη ανέβηκε στο βουνό. Σαν την είδε ο Διάκος, χωρίς άλλη κουβέντα και παρά τις μάταιες δικαιολογίες του κοριτσιού, με το ίδιο μαχαίρι της έκοψε τα μαλλιά και σκίζοντας τα ρούχα της την έδιωξε για πάντα. Αυτή η ατιμωτική προσβολή την έκανε να χάσει τα λογικά της και να γυρίζει η δύστυχη στα βουνά και στα χωριά τρελή και σε άθλια κατάσταση. Οι συντοπίτες της την αποκαλούσαν από τότε και ύστερα «Παλιοκατερίνη» κι έτσι έμεινε στην ιστορία. Στα 1828 η άλλοτε όμορφη αλλά άτυχη Κατερίνη πέθανε.
* Τάκη Λάππα: «Θανάσης Διάκος», Β΄ Έκδοση, σελ. 33.
Ζάχου Ξηροτύρη: « Ο Διάκος και η αρραβωνιαστικιά του Κατερίνη», περ. «Στερεά Ελλάς», αρ. τ. 51, σελ. 32.
Τοπική Παράδοση.