Δεκαπενταύγουστος στη Γόριανη
Ξεκινήσαμε πολύ πρωί, ανήμερα της Παναγίας, για το γραφικό εξωκλήσι της Γόριανης. Σκαρφαλωμένο στις δασωμένες πλαγιές του Γουλινά βιγλίζει πέρα ως τη Λαμία κι ως τη θάλασσα. Από μικρό παιδί θυμάμαι, μέχρι τα σήμερα, μαζεύεται πολύς κόσμος στη χάρη της. Ο τόπος εκεί, πάντα φιλόξενος για τους Σπερχειαδίτες, ήταν θέρετρο αλλά και γιατριά για τις αρρώστιες του μαραζιάρικου κάμπου, προπάντων το καλοκαίρι.
Ανηφορίσαμε, μια παρέα λιανόπαιδα και χωρίς να το καταλάβουμε φτάσαμε στο πλάτωμα που από πολύ παλιά ήταν χτισμένη μια πέτρινη εκκλησούλα. Ανάψαμε ένα κεράκι κι ύστερα το ρίξαμε στη βόλτα. Κόσμος πολύς, από τη Σπερχειάδα και τα γύρω χωριά. «Πάσχα του καλοκαιριού» ονομάζει ο λαός μας το Δεκαπενταύγουστο. Οι φωτιές ήταν από νωρίς αναμμένες. Οι παρέες είχαν στρώσει τα χράμια και τις κουρελούδες κάτω από τα βαθύσκιωτα δέντρα, που το καθένα τους σχεδόν είχε κι από μια κούνια. Οι μουριές είχαν την τιμητική τους. Τα πηγαδάκια για την πολιτική, το ποδόσφαιρο και τα κοινοτικά μονοπωλούσαν την κουβέντα των μεγαλύτερων. Οι χαντζάρες του Παπαδήμα και του Πολύζου έκαναν καλή δουλειά. Το ψητό, το κοκορέτσι και το σπληνάντερο έγιναν ανάρπαστα. Το ίδιο και οι μπύρες και τα αναψυκτικά του Ντζα. Ράδια και κασετόφωνα σκόρπιζαν μια σιγανή μουσική βάζοντας τη δική τους πινελιά σε μια μαγευτική εικόνα. Όμορφες, ειδυλλιακές στιγμές αναψυχής και κατάνυξης, στην καρδιά της φύσης.
Σχολώντας η εκκλησία, κατά το έθιμο, η μουσική δυνάμωσε, το κέφι ζωντάνεψε. Στο γεμάτο από μυρουδιές αέρα σκορπίζονταν τώρα μουσική για όλα τα γούστα, από σέικ μέχρι τσιφτιτέλια και δημοτικά. Είμασταν στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, η τεχνολογία κάλπαζε κι ο καθένας διασκέδαζε όπως και όσο ήθελε. Η ματιά μου έπεσε σε έναν γραβατωμένο κλαριντζή, με έναν μικρό με νταούλι συνοδεία, να περιφέρονται ανάμεσα στις παρέες παίζοντας επιδέξια τα όργανα. Ο αχός του κλαρίνου με δυσκολία ακουγόταν. Κι αυτός έβαζε όλη του τη δύναμη. Φύσαγε και ξεφύσαγε, κοκκίνιζε και ίδρωνε, μα κανένας δεν τον πρόσεχε, δεν τον καλούσε στην παρέα του να παίξει, να βγάλει το μεροκάματο. Κοντοστάθηκε για λίγο με μια απορία χαραγμένη στο μελαψό του πρόσωπο κι ύστερα νευριασμένος αρπάζει το βοηθό του, καβάλησαν ένα παλιό αγροτικό και μην τους είδατε...
Τους κοίταζα που κατηφόριζαν στο χωματένιο, φιδίσιο δρόμο προς τη Σπερχειάδα, αφήνοντας πίσω τους ένα πυκνό σύννεφο σκόνης. Την ίδια απορία αλλά και μελαγχολία ένιωσα κι εγώ μέσα μου. Ώσπου τους έχασα από τα μάτια μου. Οι γυρολόγοι και οι ντόπιοι αυτοδίδακτοι λαϊκοί οργανοπαίχτες, αυτοί που μερόνυχτα ολόκληρα βάσταγαν κάποτε τα πανηγύρια και τα ξωπάγκυρα, γίνονταν σιγά σιγά ένα αλαργινό παραμύθι. Μαζί τους κι ένα σωρό ήθη και παραδοσιακά έθιμα που ξεθωριάζουν από την απατηλή λάμψη του σύγχρονου πολιτισμού. (φωτ: Φάνης Πολυζος)