Αναζητώντας ίχνη του Ομηρικού Αχιλλέα στην κοιλάδα του Σπερχειού (περίληψη του βιβλίου)

2014-04-11 15:44

Η πατρίδα του Αχιλλέα αποτέλεσε και αποτελεί ένα αίνιγμα. Υπήρξε; Ο Όμηρος λέει ναι. Ο Αχιλλέας έχει ένα πραγματικό βασίλειο, με γεωγραφικά όρια, γείτονες λαούς, πόλεις, λαό δικό του, όπου κέντρο του βασιλείου του και σημείο αναφοράς είναι ο ποταμός Σπερχειός.

  

Σήμερα κάθε αναφορά στην πατρίδα του Αχιλλέα φαντάζει ένα άπιαστο όνειρο, αφού τίποτε ουσιαστικό δε βρέθηκε, που να τον συνδέει με έναν ρεαλιστικό χώρο. Οι Μυκήνες, η Πύλος, η Σπάρτη…, ιδιαίτερες πατρίδες ομηρικών ηρώων, ανεβρέθηκαν και έδωσαν πλούσια στοιχεία για την ελληνική προϊστορία, δεν αποκαλύφθηκαν όμως ακόμη η Φθία ή η Ελλάς.

  

Τα μυστικά των φθιωτικών ανακτόρων, οι πινακίδες, οι τάφοι της βασιλικής οικογένειας, προσωπικά αντικείμενα…, όλα αυτά, που μπορούν να δώσουν οντότητα στο μύθο, δεν ήρθαν ποτέ στο φως, για να επιβεβαιώσουν την ομηρική αφήγηση. Πολλά είναι τα ερωτηματικά που συνοδεύουν αυτή τη δυσκολία στον εντοπισμό τους. Μήπως αυτός τελικά απέτυχε επειδή ακολουθήθηκαν εντοπισμοί, που πρότεινε, κυρίως, η μεταγενέστερη του Ομήρου γραμματεία και αγνοήθηκε ο Όμηρος; Μήπως, τελικά, οι Έλληνες των ιστορικών χρόνων, μετατόπισαν τα τοπωνύμια, για να οικειοποιηθούν ομηρικούς τίτλους και σκόπιμα συσκότισαν την αλήθεια και τη σημερινή αρχαιολογική έρευνα;

 

Εάν, λοιπόν, πρέπει κάπου να αναζητηθεί η πατρίδα του Αχιλλέα και τα λείψανα του παρελθόντος, αυτό μπορεί να συμβεί μονάχα στο φυσικό του χώρο, στην κοιλάδα του ποταμού Σπερχειού.

 

Η δική μας άποψη διαμορφώθηκε κατόπιν μελέτης των ομηρικών και άλλων κειμένων, των μύθων και των παραδόσεων, αλλά και επιτόπιας παρατήρησης και συγκλίνει στο ότι η κοιλάδα του Σπερχειού κρατά καλά φυλαγμένο στα σπλάχνα της το κλειδί ενός σημαντικού μυστηρίου για την ελληνική προϊστορία, που η σκαπάνη των αρχαιολόγων καλείται να αναδείξει.

 

Κάποιοι ίσως εκπλαγούν από την τολμηρή και ανατρεπτική προσέγγιση του όλου ζητήματος. Αυτό για μας είναι και φυσιολογικό και αναμενόμενο, γιατί η συλλογική έρευνα και συγγραφική μας προσπάθεια αυτόν ακριβώς το σκοπό έχει. Να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά. Η πεπατημένη αντιμετώπιση κάποιων αινιγματικών υποθέσεων ασφαλώς και είναι η πιο αποδεκτή. Όταν όμως οδηγεί σε αδιέξοδο, απαιτείται πλέον η ριζοσπαστική και αιρετική μερικές φορές προσέγγιση και εξαγωγή συμπερασμάτων.

 

Η ενασχόλησή μας με το πράγματι ακανθώδες και αινιγματικό ζήτημα του εντοπισμού της ομηρικής Φθίας και Ελλάδας οφείλεται καθαρά στην αγάπη που τρέφουμε για τον τόπο μας και στο χρέος που έχουμε ως εκπαιδευτικοί να ερευνούμε και να καταγράφουμε κάθε πτυχή της τοπικής μας ιστορίας. Προς θεού όμως! Δεν επιχειρούμε  να παρεισφρήσουμε σε «ξένα χωράφια», ούτε να υποκαταστήσουμε εξειδικευμένους επιστήμονες. Ίσα ίσα, συμμάχους επιζητούμε!

 

                         

                    

 

Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΣΤΗΝ ΑΧΛΥ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ  ΙΣΤΟΡΙΑΣ

 

Η Προϊστορία, για κάθε λαό, έχει διαφορετική σημασία, επειδή ως όρος περιγράφει χρονικά ένα διάστημα του βίου του, που δε γνωρίζει ακόμα να χρησιμοποιεί τη γραφή ή που η χρήση της γραφής δεν μας παρέχει σήμερα επαρκείς πληροφορίες γι΄ αυτή τη μακρινή εποχή. Άμεσες πηγές για την ελληνική προϊστορία είναι, κυρίως, τα υλικά τεκμήρια του παρελθόντος (ανασκαφικά ευρήματα πάσης φύσεως), ενώ στις έμμεσες πηγές ανήκουν: η μεταγενέστερη ελληνική γραμματεία (ποιητές, συγγραφείς), η ελληνική γλώσσα, στα πρώτα κείμενά της (πήλινες πινακίδες, Όμηρος) και η ελληνική μυθολογία.

  

Στη δική μας έρευνα, κεντρικό σημείο αναφοράς είναι ο Αχιλλέας, ένα πρόσωπο της ελληνικής Προϊστορίας με μεγάλη παράδοση στο χώρο της μυθολογίας και της λογοτεχνίας. Το πρόσωπο του Αχιλλέα, ως ελληνική προϊστορική μορφή, κατά την άποψή μας διερευνάται σωστά μέσα από φιλολογικές πηγές, όταν μελετηθούν  κυρίως δύο δεδομένα:

 

1.    Η ελληνική μυθολογία.

 

2.    Ο Όμηρος.

  

Ο μύθος (=λόγος) δεν πρέπει να συγχέεται με το παραμύθι. Ο μύθος βέβαια είναι κι αυτός κάτι το ευχάριστο ως αφήγηση που τέρπει και ψυχαγωγεί, παράλληλα όμως λειτουργεί πληροφοριακά και διδακτικά, προσφέροντας πάρα πολλά τόσο στην κοσμογνωσία όσο και στη θεογνωσία. Πάνω στο μύθο στηρίχθηκε η πρωτόγονη ποίηση, η τέχνη, η θρησκεία, η σοφία και η ηθική, αφού μέσα από αυτόν προβλήθηκε μια ολόκληρη κοσμοθεωρία.

  

Η ελληνική μυθολογία, το σύνολο δηλαδή των ελληνικών μύθων, έχει ένα πλούσιο υλικό που φανερώνει όχι μόνο μακροχρόνιες ρίζες αλλά και οφθαλμοφανείς συγγένειες με τις μυθολογίες άλλων λαών της Μεσογείου ή της Ανατολής. Οι Έλληνες όμως πολύ γρήγορα, αναλύοντας τα κοσμικά φαινόμενα με τη σκέψη και αναζητώντας τις λογικές αιτίες που τα παράγουν, επιδίωξαν πολύ νωρίς να βγουν από τη βαριά σκιά του μύθου και την αχαλίνωτη φαντασία που τα διέπει, υιοθέτησαν τη θεωρία του «ιστορικού πυρήνα», δηλαδή ότι ένα πραγματικό γεγονός γέννησε τους μύθους.

 

Αν ρίξουμε μια προσεκτική ματιά στην ελληνική μυθολογία θα παρατηρήσουμε ότι οι πιο σπουδαίοι ήρωές της δρουν  χρονικά σε ένα μυκηναϊκό περιβάλλον και οι μορφές τους παρουσιάζουν αναλογίες στη δράση και στη συμπεριφορά τους. Περσέας, Ηρακλής, Θησέας, Ιάσονας, Οδυσσέας…Ανάμεσα σ’ αυτές τις ελληνικές προϊστορικές μορφές της μυκηναϊκής περιόδου συγκαταλέγεται και ο Αχιλλέας, που υμνείται σε ένα από τα καλύτερα έπη του κόσμου, την Ιλιάδα. Η σχέση μαζί τους δεν είναι μόνο εθνική ( Έλληνες) αλλά βαθύτερη. Κατ΄ αρχήν γεννιέται, μεγαλώνει και δρα σε ένα χώρο «κοινό», δηλαδή περιοχές  της κυρίως Ελλάδας που μας είναι γνωστές και από άλλους ελληνικούς μύθους. Αναφέρεται χρονικά σε μια εποχή κοντινή μαζί τους.  Σαν βασιλιάς της Φθίας εκστρατεύει  με άλλους βασιλιάδες εναντίον της Τροίας. Όπως και οι υπόλοιποι ήρωες συνδυάζει πολλά κοινά στοιχεία, με μια αξιοθαύμαστη ισορροπία: δύναμη, θάρρος, ανδρεία, εφυία, έχει ευγενική καταγωγή και αρωγό τους θεούς, δοξάζεται με άθλους και κατορθώματα, παρόλο που πεθαίνει νέος.

 

Ο Όμηρος αποτελεί την πρώτη επίσημη αποτύπωση πολλών αρχαίων μύθων που τους συναντάμε σε άλλες μεταγενέστερες πηγές, ενώ στα κείμενά του αναπλάθει αρκετές μορφές της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Ο ποιητής, στην Ιλιάδα, αφηγείται τον Τρωικό πόλεμο, εξυμνεί τον ήρωα Αχιλλέα, αλλά και διασώζει κομμάτια του αρχαίου μύθου των Αιακιδών, για τον οποίο δεν υπάρχουν άλλες προγενέστερες πηγές. Είναι όμως αξιόπιστος ο Όμηρος; Γεννιούνται έτσι τα εξής ερωτήματα:

 

·         Υπήρξαν λοιπόν  Αχαιοί του Ομήρου;

·         Υπήρξε η χιλιοτραγουδισμένη πόλη της Τροίας;

·           Έγινε, τελικά, κάποιος πόλεμος μεταξύ Αχαιών και Τροίας (Τρωικός) και πότε συνέβη ως γεγονός;

 

Οι επιστήμονες μας πληροφορούν ότι οι Αχαιοί του Ομήρου πράγματι υπήρξαν, αφού εμφανίζονται ως ένα ελληνόγλωσσο φύλο, αιολικό, που ανέπτυξε μεγάλο πολιτισμό στην κυρίως Ελλάδα, τη χρονική  περίοδο 1600-1150 π.Χ.

 

Οι ανασκαφές που πραγματοποίησαν σπουδαίοι αρχαιολόγοι -Σλήμαν, Τσούντας, Μυλωνάς, Σπυρόπουλος κ.ά.- έφεραν στο φως ευρήματα που τεκμηρίωσαν πως στην Ελλάδα πράγματι άκμασε ένας θαυμαστός ανά τον κόσμο πολιτισμός, με υψηλό επίπεδο έκφρασης, επιβεβαιώνοντας τον Όμηρο που μιλούσε για τις «πολύχρυσες Μυκήνες» και τους ισχυρούς βασιλιάδες που άπλωσαν την κυριαρχία τους πέρα από το Αιγαίο.  Αδιάψευστοι μάρτυρες είναι τα ανασκαφικά τεκμήρια που προήλθαν από διάφορες θέσεις, που εκπροσωπούν τα σημαντικότερα μυκηναϊκά κέντρα: Μυκήνες, Τίρυνθα, Άργος, Πύλος, Αθήνα, Θήβα, Ορχομενός, Ιωλκός, Σπάρτη…

  

Η παρουσία των Αχαιών επιβεβαιώνεται σήμερα και από τα χετιτικά αρχεία στη Μικρά Ασία, τα αιγυπτιακά κείμενα, καθώς και τη μυκηναϊκή κεραμική και αντικείμενα που εντοπίστηκαν σε χώρες της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου.

 

Τα ανασκαφικά ευρήματα στην Τροία βεβαιώνουν πως ο συγκεκριμένος χώρος στη μικρασιατική ακτή, φιλοξένησε μια πόλη με μακρόχρονη ιστορική παρουσία και ως χώρος μπορεί να ταυτισθεί με τις περιγραφές του Ομήρου. Το 1870 ο Σλήμαν, με οδηγό το ομηρικό κείμενο, έκανε ανασκαφές στο λόφο του Hisarlik και έφερε στο φως εννέα επάλληλες πόλεις, από τις οποίες η ομηρική Τροία είναι η έκτη ή η έβδομη πόλη.

 

Ο  Τρωικός Πόλεμος δεν μνημονεύεται μόνο από τον Όμηρο. Συντηρείται σχεδόν σε όλη τη μεταγενέστερη γραμματεία. Τον αναφέρει ο Ησίοδος, οι μεγάλοι ιστορικοί Ηρόδοτος και Θουκυδίδης τον θεωρούν υπαρκτό γεγονός ενώ έντονες μνήμες διασώζουν και οι τραγικοί ποιητές, που αφιερώνουν στους ήρωες της Τροίας πολλές τραγωδίες (Αίας, Φιλοκτήτης, Ελένη, Ορέστεια, Εκάβη, Τρωάδες…). Η  χρονολόγηση του πολέμου, αν και παρουσιάζει μικρές αποκλίσεις, τοποθετείται από τους περισσότερους αρχαίους και νεότερους συγγραφείς και ιστορικούς το 13ο  ή το 12ο π.Χ. αιώνα. 

  

Σήμερα πολλοί μελετητές, ελέγχοντας αυστηρά το ομηρικό κείμενο, αμφισβητούν τη σχέση του ποιητή με το μυκηναϊκό κόσμο και καταθέτουν ενστάσεις αξιοπιστίας. Υπάρχουν πολλά αινιγματικά σημεία, παραλείψεις και ασάφειες. Δεν πρέπει να ξεχνούμε όμως ότι ο Όμηρος είναι κατά πολύ νεότερος των ηρώων του και ότι τα έπη γράφτηκαν σε χρόνο πολύ υστερότερο από τον Τρωικό αγώνα. Τα έπη είναι μια ιδιόμορφη περίπτωση συνάντησης: ιστορίας, μύθου και λογοτεχνίας και η λογοτεχνικότητα του έργου είναι το ζητούμενο του ποιητή, που για να το πετύχει αυτό δε διστάζει να χρησιμοποιεί, μερικές φορές, και προσωπικούς κανόνες.

 

Αναμφισβήτητα το έργο του ομήρου έχει ιστορική αξία γιατί φωτίζει μια μακρινή εποχή και τολμά να συνθέσει έναν πολιτικό χάρτη με τα όρια από τα διάφορα ελληνικά βασίλεια, αλλά και τα έθνη που ενεπλάκησαν στον Τρωικό πόλεμο. Οι αναφορές του λειτουργούν μέσα σε ένα ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο και παρ΄ ότι δεν χρησιμοποιεί την ευθύγραμμη αφήγηση, οργανώνει ένα χρονολογικό ιστό γεγονότων. Το συνολικό υλικό της Ιλιάδας, ακολουθεί μια προγραμματισμένη διάταξη: αρχαίοι χρόνοι- προτρωική- τρωική εποχή και ο ποιητής σχετίζει χρονικά τα διάφορα γεγονότα ανάμεσά τους και συνδέει τους ήρωες προγόνους με τους απογόνους παρόντες ήρωες στην Τροία με μοναδική δεξιοτεχνία.

 

                                                 

Ο Αχιλλέας

 

Το όνομα του κεντρικού ήρωα της Ιλιάδας είναι Αχιλλεύς. Η ετυμολόγηση της λέξης δημιουργεί πολλές περιπλοκές. Κατά μία εκδοχή προέρχεται από τη λέξη «άχος-εος» (=λύπη, θλίψη) από όπου προέρχεται και το ρήμα αχεύω- αχέω= στενάζω, θλίβομαι, εξ ου και Αχέρων ποταμός. Άλλη εκδοχή σχετίζει τη λέξη Αχιλλεύς με πολλά γνωστά ελληνικά υδρωνύμια: Αχελώος, Ίναχος, Αχάμης, (ίσως και Σπερχειός)… αφού όλα αυτά έχουν στενή σχέση με τη λέξη «Αχαιός», που χρησιμοποιούνταν  και ως υδρωνύμιο. Όλες οι ονομασίες που προαναφέρθηκαν έχουν μια κοινή ρίζα, την ινδοευρωπαϊκή «akw» (=νερό), την οποία κάποια προελληνική διάλεκτος μετέτρεψε σε «αχ» και κατόπιν υιοθετήθηκε με αυτή τη μορφή από τους Έλληνες (Αχαιούς). Είναι πάντως βέβαιο πως ο Αχιλλέας λατρεύτηκε ως θεότητα του υγρού στοιχείου σε αρκετές αποικίες του Ευξείνου Πόντου, ως «Αχιλλέας Ποντάρχης», ενώ, ως θεότητα, απολάμβανε λατρεία σε πολλές άλλες περιοχές της Ελλάδας.

 

Παλαιά έπη, παραδόσεις, μύθοι και θρύλοι (γνωστοί εκατέρωθεν του Αιγαίου;), συνθέτουν το παλαιό σκηνικό γύρω από το πρόσωπο του Αχιλλέα, που έχει πολλές ομοιότητες με τους αρχαίους ήρωες.  Η ποίηση του Ομήρου τον προσεδαφίζει σ΄ ένα πεδίο δράσης (Τροία), δίνοντάς του μια πατρίδα και ένα θάνατο, όπως είχαν και οι υπόλοιποι ήρωες. Ο Όμηρος πρώτος φιλοτέχνησε  επιδέξια τη μορφή του Αχιλλέα στην Ιλιάδα, επιστρατεύοντας το μεγαλείο της τέχνης του, δίνοντας σε μια τέτοια επική μορφή διαστάσεις «ρεαλιστικές». Η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Φθία, ενώ αποτελεί κομμάτι της ύπαρξής του, σήμερα παραμένει ένα αίνιγμα, που χρειάζεται να φωτισθεί περισσότερο, κι αυτό θα επιχειρήσουμε.

 

               

Ο Αχιλλέας και η γενιά του μέσα από τους μύθους.

   

Η θεωρία του «ιστορικού πυρήνα». Ένα γεγονός γέννησε τους μύθους.

Ο Ούγκο Γουίνκλιρ  μας λέγει πως «για τη συγγραφή της ιστορίας ο μύθος έχει την αξία που έχει το φως, η σκιά και το χρώμα για τη ζωγραφική.

  

Με την Αίγινα (κόρη του ποταμού Ασωπού και της Μετόπης), έσμιξε ερωτικά ο Δίας και καρπός του έρωτά τους ήταν ο Αιακός, γενάρχης των Αιακιδών. Αυτός ζώντας μόνος του στην Αίγινα και βλέποντας μια μυρμηγκοφωλιά παρακάλεσε τον Δία να του δώσει τόσους ανθρώπους, όσα τα μυρμήγκια που έβλεπε. Ο Δίας εισάκουσε την προσευχή του και του έδωσε λαό, τους περιβόητους Μυρμηδόνες. Κατά μία άλλη εκδοχή (του μύθου) ο Αιακός, που ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αίγινας, βλέποντας τους υπηκόους του να πεθαίνουν από τα δηλητηριασμένα νερά του νησιού, παρακάλεσε το Δία να μεταμορφώσει τα μυρμήγκια μιας βελανιδιάς  σε ανθρώπους, όπως κι έγινε. Ο Αιακός, δίκαιος και ευσεβής βασιλιάς, απέκτησε τρεις γιους, τον Πηλέα, τον Τελαμώνα και τον Φώκο. Ο Φώκος δολοφονήθηκε από τα αδέρφια του και ο Αιακός εξόρισε τους δολοφόνους. Ο Τελαμώνας, μετά την εξορία του, κατέφυγε στη Σαλαμίνα, παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Κυχρέα και μετά το θάνατό του, έγινε αυτός βασιλιάς. Ο Πηλέας εξορίσθηκε στη Φθία, όπου εκεί, ο βασιλιάς Ευρυτίωνας τον εξάγνισε και τον πάντρεψε με την κόρη του Αντιγόνη. Στο κυνήγι όμως του Καλυδώνιου κάπρου, όπου συμμετείχαν και οι δύο, ο Πηλέας, κατά λάθος, σκότωσε τον πεθερό του. Εξόριστος και πάλι ο Πηλέας καταφεύγει στην Ιωλκό, όπου εκεί τον εξαγνίζει από το φόνο ο βασιλιάς Άκαστος, όμως η γυναίκα του η Αστυδάμεια ερωτεύθηκε τον Πηλέα και, επειδή δεν βρήκε ανταπόκριση στον έρωτά της, έστειλε μήνυμα στη γυναίκα του Πηλέα Αντιγόνη, ότι εκείνος παντρεύτηκε την κόρη του Ακάστου, με συνέπεια η Αντιγόνη ν΄ αυτοκτονήσει. Στη συνέχεια τον διέβαλε και στον Άκαστο, λέγοντάς του ότι την παρενόχλησε και εκείνος επειδή δεν μπορούσε να σκοτώσει τον Πηλέα, γιατί είχαν αναμεταξύ τους θρησκευτικούς δεσμούς, τον εγκατέλειψε σ΄ ένα βουνό στο έλεος των Κενταύρων. Όμως εκεί, ο Κένταυρος Χείρων, μαζί με τον Ιάσονα και τους Διόσκουρους, τον βοήθησαν και γυρίζοντας στην Ιωλκό σκότωσε τον Άκαστο και τη γυναίκα του. Επιστρέφοντας ο Πηλέας στη Φθία παντρεύτηκε τη Νηρηίδα Θέτιδα. Ο γάμος έγινε στο Πήλιο, όπου συμμετείχαν όλοι οι θεοί, εκτός από την Έριδα, η οποία έριξε ένα χρυσό μήλο με την επιγραφή να δοθεί στην ομορφότερη, για το οποίο φιλονίκησαν η Ήρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη και κλήθηκε ως κριτής ο Πάρης, γιος του Πριάμου, ο οποίος δελεάστηκε από την υπόσχεση της Αφροδίτης ότι θα του δώσει γυναίκα την ομορφότερη (Ελένη) και πρόσφερε το μήλο στην Αφροδίτη.

  

Η Θέτιδα απέκτησε πολλά παιδιά, αλλά στην προσπάθειά της να τα κάνει αθάνατα, τα σκότωνε. Όταν, λοιπόν πέθαναν έξι παιδιά, στο έβδομο (Αχιλλέας), ενώ επαναλάμβανε την ίδια διαδικασία, ο Πηλέας την ανακάλυψε την ώρα που η Θέτιδα το είχε θέσει πάνω στη φωτιά, για να κάψει τα φθαρτά του στοιχεία κι έτσι γλίτωσε από το θάνατο. Όμως κάηκε η φτέρνα του, την οποία ο Χείρωνας αντικατέστησε.  Η Θέτιδα έφυγε θυμωμένη και δεν ξαναγύρισε, επιστρέφοντας  στον πατέρα της Νηρέα. Ο Αχιλλέας, στο Πήλιο, κοντά στον Κένταυρο Χείρωνα, ο οποίος, σε αντίθεση με τους άλλους Κενταύρους, εμφανίζεται ως σοφός, ευσεβής δάσκαλος του δάσους και γνώστης πολλών τεχνών, διδάχθηκε μουσική, ρητορική, ιατρική και την πολεμική τέχνη.

  

Ο Πηλέας συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία και σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, γέρος πλέον, δολοφονήθηκε από τους γιους του Ακάστου. Κατά άλλη παράδοση πέθανε στην Κω. Ο Όμηρος αναφέρει επίσης και μια κόρη του Πηλέα, την Πολυδώρη, για την οποία δεν μας λέγει τίποτε άλλο, παρά μόνο ότι με τον ποταμό Σπερχειό απέκτησε το Μενέσθιο, ο οποίος πήρε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας, παρέα με τον Αχιλλέα.

 

Επίσης ο Όμηρος θέλει τον Πηλέα να δέχεται στη Φθία ως φυγάδες τους Φοίνικα και Πάτροκλο. Ο Φοίνικας εγκατέλειψε την πατρίδα του, που ονομαζόταν Ελλάδα και ο Πηλέας τον εγκατέστησε βασιλιά στους Δόλοπες και ο Αχιλλέας τον τοποθέτησε διοικητή ενός από τα πέντε τμήματα του στρατού του, ενώ υπήρξε και παιδαγωγός του. Ο άλλος φυγάς, ο Πάτροκλος, ήρθε από τον Οπούντα (Λοκρίδα) και τον έφερε, παιδί ακόμα, ο πατέρας του, επειδή πάνω στο παιχνίδι των αστραγάλων σκότωσε ένα συνομήλικό του. Ο Όμηρος υποστηρίζει πως μεγάλωσαν μαζί με τον Αχιλλέα και υπονοεί ότι ο Πάτροκλος ήταν ηνίοχος του Αχιλλέα στην Τροία.

 

Την εποχή της φυγής της Ελένης ο Αχιλλέας ήταν εννέα χρονών και κατά τη στρατολογία βρίσκεται στο νησί Σκύρο, κρυμμένος από τη μητέρα του Θέτιδα, ανάμεσα στις κόρες του βασιλιά Λυκομήδη. Εκεί τον συναντά ο Οδυσσέας, υποδυόμενος τον πραματευτή και τον πείθει ν΄ ακολουθήσει τους Έλληνες στην Τροία (τότε ήταν δεκαπέντε ετών). Στη Σκύρο, απέκτησε με την κόρη του Λυκομήδη Δηιδάμεια ένα γιο τον Νεοπτόλεμο, ο οποίος και αποτελεί συνέχεια της γενιά του.

 

Μετά την πρώτη (από λάθος απόβαση) αποτυχημένη εκστρατεία, τα στρατεύματα συγκεντρώθηκαν ξανά, πρώτα στο Άργος κι ύστερα στην Αυλίδα κι επειδή επικρατούσε άπνοια, ο μάντης Κάλχας πρότεινε τη θυσία της κόρης του Αγαμέμνονα, της Ιφιγένειας, γιατί εκείνος σκότωσε ένα από τα ιερά ελάφια της Άρτεμης. Με το πρόσχημα ότι θα την παντρεύανε με τον Αχιλλέα, έφεραν την Ιφιγένεια από τις Μυκήνες και μετά τη θυσία φύσηξαν ούριοι άνεμοι και τα καράβια έφυγαν. Στην Τένεδο κάνουν στάση και ο Αχιλλέας φιλονικεί με τον Οδυσσέα για τον τρόπο κατάληψη της Τροίας, γιατί ο Αχιλλέας προτείνει την ανδρεία και ο Οδυσσέας το δόλο. Κατά τα εννέα χρόνια, από τα δέκα της πολιορκίας της Τροίας, ο Αχιλλέας ηγήθηκε  σε είκοσι τρεις εκστρατείες σε κοντινές περιοχές και πολιτείες, πιθανόν για λόγους πορισμού εφοδίων.

  

Το δέκατο έτος του πολέμου ο Αχιλλέας πρωταγωνιστεί σ΄ ένα επεισόδιο φιλονικίας με τον Αγαμέμνονα, που ξέσπασε, όταν εκείνος έδιωξε περιφρονητικά τον ιερέα του Απόλλωνα Χρύση,  που ήρθε στο ελληνικό στρατόπεδο να εξαγοράσει την κόρη του Χρυσηίδα. Ο λοιμός που ακολούθησε, ερμηνεύθηκε από τον Κάλχα ως τιμωρία του Απόλλωνα για το περιστατικό και στη συνέλευση του στρατού οι δυο βασιλείς συγκρούονται. Ο Αγαμέμνονας του αφαιρεί τη Βρισηίδα  και ο Αχιλλέας αποσύρεται στα καράβια, μέχρι τη στιγμή που ο Έκτορας φθάνει στα καράβια, νικώντας τους Αχαιούς. Επιτρέπει στον Πάτροκλο να φορέσει τα δικά του όπλα και να σπεύσει σε βοήθεια, αλλά στη μονομαχία που ακολουθεί αυτός νικιέται και σκοτώνεται από τον Έκτορα. Το γεγονός αυτό αναγκάζει τον Αχιλλέα να επιστρέψει στη μάχη και μετά από μια σειρά από συγκρούσεις με σημαντικούς Τρώες πολεμιστές μονομαχεί με τον Έκτορα, έξω από τα τείχη και τον σκοτώνει. Δένει το άψυχο σώμα στο άρμα και το περιφέρει γύρω από τα τείχη, αλλά μετά την ταφή του Πατρόκλου, δέχεται τα λύτρα του Πριάμου και αποδίδει το νεκρό στους Τρώες.

 

Ο θάνατος του Αχιλλέα έρχεται κατόπιν, στη συνέχεια του πολέμου, από ένα βέλος του Πάρη, που το καθοδήγησε στο τρωτό του σημείο (πτέρνα) ο Απόλλωνας. Ο Οδυσσέας με το Διομήδη καλούν στην Τροία το Νεοπτόλεμο, που ονομαζόταν και Πύρρος, όπου θα ηγηθεί των Μυρμηδόνων και θα τους συνοδέψει, μετά την άλωση με το τέχνασμα του Δούρειου Ίππου, στην επιστροφή. Ο Νεοπτόλεμος λοιπόν είναι ο διάδοχος, ο γιος του Αχιλλέα και είναι αυτός που θα αντικαταστήσει το βασιλιά της Φθίας και θα συνεχίσει τη δυναστεία του Πηλέα. Ανήκει στην ομάδα εκείνων που κρύφθηκαν στο Δούρειο Ίππο και, κατά την άλωση σκότωσε τον Πρίαμο, το γιο του Έκτορα Αστυάνακτα και θυσίασε την Πολυξένη (κόρη του Πριάμου που ερωτεύθηκε ο Αχιλλέας) στον τάφο του πατέρα του, ενώ στην τελική  διανομή των λαφύρων πήρε την Ανδρομάχη (γυναίκα του Έκτορα).

 

Με την Αδρομάχη απέκτησε τρεις γιους, το Μολοσσό, τον Πίελο και τον Πέργαμο. Υπέταξε την  Ήπειρο, όταν έχασε το πατρικό του βασίλειο, εκεί αφήνει διάδοχο το Μολοσσό. Κατά τον Όμηρο, ο Νεοπτόλεμος παντρεύτηκε την κόρη του Μενέλαου Ερμιόνη, με την οποία όπως λέγεται, δεν απέκτησε παιδιά και εκείνη κάλεσε τον Ορέστη να τον σκοτώσει. Κατά άλλη εκδοχή, σκοτώθηκε στους Δελφούς από έναν ιερέα όταν προσπάθησε να καταστρέψει το ιερό, για να εκδικηθεί τον Απόλλωνα για το θάνατο του πατέρα του. Όμως ο Νεοπτόλεμος εμπλέκεται στη δίκη του Οδυσσέα, που έγινε μετά το φόνο των μνηστήρων και καταδίκασε τον Οδυσσέα σε εξορία.

 

Η μνήμη του Νεοπτόλεμου μένει ζωντανή στους βασιλείς της Ηπείρου, που θεωρούνται απόγονοί του (Αιακίδες), ενώ από τη δική του γενιά κρατούσε και η καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού η μητέρα του η Ολυμπιάδα, είναι κόρη του βασιλιά των Μολοσσών Νεοπτόλεμου Α΄ και αδερφή του Αλέξανδρου Α΄ του Μολοσσού.

 

Ας δούμε το άλλο σκέλος της γενιάς του Αιακού, στους απογόνους του Τελαμώνα. Από τον Τελαμώνα γεννήθηκαν δυο σημαντικοί ήρωες, που συμμετείχαν στον Τρωικό Πόλεμο: ο Αίαντας και ο Τεύκρος. Ο Αίαντας εκστράτευσε στην Τροία με 12 πλοία και πολέμησε γενναία καθ΄ όλη τη διάρκεια του πολέμου, μάλιστα αντιμετώπισε και τον Έκτορα σε ισόπαλη μονομαχία.  Μετά το θάνατο του Αχιλλέα, η μητέρα του Θέτιδα ζήτησε τα όπλα του γιου της να δοθούν στον πιο γενναίο και με τη βοήθεια της Αθηνάς τα πήρε ο Οδυσσέας. Όμως η υποβάθμιση του Αίαντα τον οδήγησε στην τρέλα, μάλιστα έμεινε παροιμιώδες το γέλιο της τρέλας του, το «Αιάντειο γέλιο». Όταν συνήλθε, αυτοκτόνησε από ντροπή. Λατρεύτηκε στην Αθήνα, στο Βυζάντιο και στη Σαλαμίνα. Ο Τεύκρος, ο άλλος, ετεροθαλής αδελφός του Αίαντα, δεν έγινε δεκτός από τον πατέρα του στη Σαλαμίνα, γιατί δεν συμπαραστάθηκε στον αδερφό του, εγκαταστάθηκε στην Κύπρο, όπου έχτισε μια νέα πόλη,  τη Σαλαμίνα.

 

Ο μύθος των Αιακιδών, στον οποίο περιληπτικά αναφερθήκαμε παραπάνω, όπως κάθε ελληνικός μύθος, συνδυάζει το υπερφυσικό με το ρεαλιστικό στοιχείο, σε μια αφήγηση που δηλώνει εμφανώς «ιστορικό» υπόβαθρο, αφού εξελίσσεται αφηγηματικά με γενιές και πρόσωπα, που διαδέχονται το ένα το άλλο, ενώ καταγράφει γεγονότα, που εξελίσσονται μέσα σε πλαίσια χρονικά. Τα γεωγραφικά δεδομένα του μύθου, που προσεδαφίζουν την αφήγηση σε υπαρκτούς χώρους και αποτελούν γνωστές περιοχές, μνημονεύονται συχνά και σε άλλους ελληνικούς μύθους και σε μεταγενέστερους συγγραφείς. Τα πρόσωπα που στήνουν το γενεαλογικό ιστό δένονται με σταθερούς συγγενικούς δεσμούς πάνω σε ένα   χωρο-χρονικό οικοδόμημα και συνδέονται επίσης στενά και με άλλες μορφές(Ηρακλής, Ιάσονας, Οδυσσέας…) για τις οποίες υπάρχει μια ισχυρή παράδοση ώστε να εντάσσονται όλα μαζί σε ένα κοινό χωρο-χρονικό παρελθόν. (ιστορία;) Αυτό όμως που μας ενδιαφέρει είναι η διαπίστωση ότι ο μύθος, που είναι μείγμα από αναφορές της μεταγενέστερης γραμματείας, αλλά και του Ομήρου, σχετίζει τη Φθία με τους Πηλέα, Αχιλλέα, Νεοπτόλεμο, καθώς και με άλλα πρόσωπα που έχουν εξουσία και ηγετικούς ρόλους σε κοντινές περιοχές ή στην ευρύτερη περιοχή.  

 

                                            

O Aχιλλέας του Ομήρου

 

Όπως προαναφέρθηκε, ο Αχιλλέας ανήκει στην ελληνική ηγετική ομάδα της Τρωικής εκστρατείας και διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο έπος της Ιλιάδας (και ως λογοτεχνικό πρόσωπο). Ο Όμηρος κάνει 504 αναφορές στο πρόσωπο του Αχιλλέα και το όνομά του συνοδεύεται από πολλά επίθετα ή επιθετικούς προσδιορισμούς, όπως: δίος, φίλος Διός, διογενής, ποδάρκης, πόδας ωκύς, ποδώκης, θεοείκελος (θεόμορφος), Πηλείων, Πηλείδης, Αιακίδης…

  

Ως ήρωας, εκφράζει βασικά μηνύματα του ομηρικού έργου, αφού ενσαρκώνει το ηρωικό ιδεώδες, τον άνθρωπο που επιλέγει τη σύντομη και ένδοξη ζωή, ενώ περιφρονεί τη μακρά, ήσυχη και άδοξη ζωή. Έτσι η τιμή, το θάρρος, η ανδρεία, η γενναιότητα, η περιφρόνηση προς το θάνατο, η υπόληψη, ο σεβασμός από την κοινωνική ομάδα, η υπεράσπιση της προσωπικής τιμής του, από εχθρούς και φίλους, είναι οι υψηλές αρετές, που εκπροσωπεί η παρουσία του Αχιλλέα.

  

Ο Όμηρος φιλοτεχνεί τη μορφή του Αχιλλέα σε 6 βασικά σημεία της Ιλιάδας, εναρμονίζοντας την αφήγηση με την προσωπικότητά του.

 

1.    Στη σκηνή της έριδας με τον Αγαμέμνονα.

2.    Στη σκηνή της πρεσβείας.

3.    Στη συνομιλία του με τον Πάτροκλο, για να σωθούν τα καράβια και κατόπιν στο θρήνο- υπόσχεση εκδίκησης προς το νεκρό Πάτροκλο.

4.    Στην ανάληψη πολεμικής δράσης και την υλοποίηση της εκδίκησης.

5.    Κατά την ταφή του Πατρόκλου (επιτάφιες τιμές-αγώνες)

6.    Στη συνάντηση Πριάμου –Αχιλλέα, για την απόδοση του νεκρού Έκτορα.

 

                        

Η γεωγραφία της ομηρικής και ιστορικής αρχαιότητας

 

Επειδή η προσπάθειά μας περιλαμβάνει παρατηρήσεις ιστορικού και γεωγραφικού χαρακτήρα θα επιχειρήσουμε, με την παράθεση γεωγραφικών πληροφοριών και τοπογραφικών δεδομένων, να ανασυστήσουμε την  εικόνα της ομηρικής γεωγραφίας, η οποία, πράγματι, αποτελεί ένα ακανθώδες και αινιγματικό ζήτημα. Πολλές φορές αρχαιολόγοι και ιστορικοί διαφώνησαν για την αξιοπιστία του Ομήρου. Είναι γεγονός ότι τα ομηρικά έπη, συνειδητά ή όχι, αγνοούν σημαντικά στοιχεία της πολιτικής γεωγραφίας του ελλαδικού χώρου, αφού αγνοούν γνωστά ονόματα από την ιστορική αρχαιότητα, όπως π.χ. Θεσσαλία, Λάρισα, Λάρισα Κρεμαστή, Φάρσαλος κ.ά. Όμως, είναι επίσης αξιοπρόσεκτο, ότι οι Έλληνες της ιστορικής αρχαιότητας, από την πλευρά τους, αγνοούσαν τη θέση ενός εξαιρετικά μεγάλου αριθμού ομηρικών τοπωνυμίων, π.χ. ο Ελαιώνας, η πατρίδα του Φοίνικα, ή το Δουλίχι και η Ιθάκη του Οδυσσέα. Κατά την αρχαιότητα, πολλά τοπωνύμια, που η δόξα τους οφείλονταν στα έπη, τα διεκδικούσαν πολλοί ταυτόχρονα και άσχετοι μεταξύ τους τόποι. Έτσι, τρεις Πύλοι, διεκδικούσαν τη δόξα και το όνομα της πρωτεύουσας του Νέστορα, ενώ το ίδιο συνέβαινε και με τα ομηρικά ονόματα των πόλεων της πατρίδας του Αχιλλέα, αφού οι μνηστήρες των ονομασιών ήταν πολλοί.

 

Η παρερμηνεία των ομηρικών κειμένων για καθαρά τοπικιστικούς και πολιτικούς λόγους, είχε βαθύτατες αλλοιωτικές συνέπειες στη μετα- ομηρική πολιτική γεωγραφία. Η έρευνα αποδεικνύει ότι, τα τοπωνύμια αυτά δεν ήταν από σύμπτωση ίδια με τα ομηρικά. Δόθηκαν σε τόπους, που ομολογημένα είχαν άλλα παρόμοια πρωτύτερα, στα πλαίσια διεκδίκησης επικών τίτλων. Οι ονοματοθεσίες με βάση τα έπη, είχαν ως αποτέλεσμα το συντεταγμένο «εξομηρισμό» της αρχαίας πολιτικής γεωγραφίας.

 

Αναφερόμενοι στο χωροχρόνο της αρχαίας γεωγραφίας πρέπει να έχουμε υπόψη μας τις παρακάτω παραμέτρους.  Οι ομηρικές πόλεις (ανακτορικά κέντρα) δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ακροπόλεις, όπου διέμενε ο βασιλιάς, τα συγγενικά μέλη και μια μικρή ομάδα ανωτάτων αξιωματούχων. Είναι γεγονός ότι, μετά το 12ο αιώνα όλα αυτά τα κέντρα καταστράφηκαν, ενώ μετά την καταστροφή και την εγκατάλειψή τους και τις ριζικές ανακατατάξεις στο εσωτερικό της κοινωνίας και τις μετακινήσεις των πληθυσμών, την τοπική ή την ταξική μεταφορά του κοινωνικοοικονομικού κέντρου βάρους, ήταν φυσικό να χάσουν τα ονόματά τους. Μαζί με την καταστροφή τους χάθηκε και η γραφή των Μυκηναίων, η γραμμική Β΄, και μια νέα γραφή αποτυπώνει πλέον την ελληνική γλώσσα κατά τον 8ο αιώνα π. Χ. Οι ιστορικοί πιθανολογούν ότι ίσως επικράτησε ένας μεσαίωνας και το σκοτάδι στη γνώση και στην ιστορία των τόπων για περισσότερα από 400 χρόνια!

  

Οι πρώτοι που ξανάδωσαν αυτά τα ονόματα σε κάποιες περιοχές ή πολιτείες, δεν ήταν ιστορικοί ή δεινοί ομηριστές, αλλά φιλόδοξοι πολιτικοί, που είχαν κάθε λόγο να διεκδικήσουν, όπου μπορούσαν, τα ένδοξα επικά τοπωνύμια. Επειδή η ψυχική σύνδεση Ομήρου-Ελλήνων  ήταν ισχυρότατη, και θα την παρομοίαζε κανείς με αυτή που έχουμε σήμερα ως χριστιανοί με τη βίβλο, για μια πόλη ήταν αρκετή η μνεία της στα κείμενα του Ομήρου, για να μπορέσει να κατοχυρώσει τα σύνορά της, τις διεκδικήσεις της, το παρελθόν της, τη δόξα, την πολιτική της…Το γνωστό παράδειγμα του Σόλωνα, ο οποίος παραχάραξε τους στίχους της Ιλιάδας, βάζοντας ένα νόθο στίχο, για να ισχυροποιήσει (όπως λένε) τις διεκδικήσεις των Αθηναίων, προς τους Μεγαρείς, αποδεικνύει του λόγου το αληθές, ότι για πολιτική σκοπιμότητα αξιοποιήθηκαν οι επικοί τίτλοι και ότι η αυθαιρεσία των Ελλήνων, κατά τους ιστορικούς χρόνους, αλλοίωσε το χάρτη των ονομάτων και των τοπωνυμίων.

 

 

Συνεπώς, πρέπει να κατανοήσουμε και να αποδεχθούμε ότι στις επιλογές ονομασιών έγιναν μεγάλες αποκλίσεις από την πραγματική εικόνα των μυκηναϊκών χρόνων, ώστε είναι φυσιολογικό να πιστέψουμε ότι είναι άλλη η εικόνα του Ομήρου για τη Φθία (ως περιοχή) και άλλη είναι η «Φθία» των μεταγενέστερων, που γνωρίζουμε από τους συγγραφείς. Βέβαια, ακόμη και στην Ιλιάδα ο κατάλογος των νεών (πλοίων) με το υπόλοιπο ομηρικό κείμενο, παρουσιάζει αντιφάσεις, όπως π.χ. στο βασίλειο του Οδυσσέα, που έχουν επισημανθεί, όμως θεωρείται δεδομένο ότι ο ποιητής στον κατάλογο μεταφέρει μια αυθεντική εικόνα, γιατί παρόμοιοι κατάλογοι, όπως αυτός ενδεχομένως, να υπήρχαν κάπου σε κοινή θέα, αφού οι Μυκηναίοι γνώριζαν γραφή και ν΄ αποτύπωνε τη μυκηναϊκή πολιτική διαίρεση.

 

Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παραβλέψουμε ότι τα έπη και κυρίως η Ιλιάδα, εκτός από τη φιλολογική τους αξία, περιέχουν και αψευδή στοιχεία ιστορικότητας. Με βάση τις περιγραφές του Ομήρου ο Σλήμαν ανακάλυψε την Τροία και ο Σπυρόπουλος, διενεργώντας ανασκαφές στον Ταϋγετο, ανακάλυψε τα ανάκτορα και τους τάφους του Μενέλαου και της Ελένης, στο δήμο Πέλανα. Μόνο οι βασικοί πρωταγωνιστές των επών, ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας παραμένουν αιωρούμενοι από τόπο σε τόπο, γιατί οι πρωτεύουσές τους και τα ανάκτορά τους δεν έχουν ακόμα αποκαλυφθεί.

 

Το ερώτημα που τίθεται  είναι πώς εκτιμά ο ποιητής ότι χρειάζεται ν΄ αποτυπώσει τη γεωγραφία της μυκηναϊκής Ελλάδας και πώς τελικά αποτυπώνει τη γεωγραφική της εικόνα και ειδικότερα της Φθίας, που ο ίδιος γνωρίζει; Ο Όμηρος λοιπόν ακολουθεί μια πρακτική αποτύπωσης του χώρου αναφέροντας:

 

·         Βασίλεια, μικρά κράτη που έχουν όρια και πολίτευμα (βασιλεία).

·         Γεωγραφικά στοιχεία του χώρου: ποτάμια, βουνά, σημαντικές πόλεις.

·         Λαούς, που κατοικούν σε μια περιοχή.

 

Η περιοχή της κεντρικής Ελλάδας ξεχωρίζει στην Ιλιάδα, γιατί αποτυπώνεται με κέντρο το Σπερχειό ποταμό και το βασίλειο του Πηλέα.  Η Ομηρική επίσης περιγραφή τοποθετεί βορείως του Σπερχειού, σε μια ασαφή γειτνίαση, οχτώ βασίλεια, νότια το βασίλειο των Λοκρών και χαμηλότερα τα βασίλεια των Μινύων και των Βοιωτών. Ειδικότερα:

                                             

Βασίλεια

 

Βασίλειο του Πηλέα( Μυρμηδόνες- Σπερχειός ποταμός).

Βασίλειο του Πρωτεσίλαου (Φθίοι).

Βασίλειο του Ευρύπυλου (Φθίοι).

Βασίλειο του Εύμηλου ( Φερές- Ιωλκός).

Βασίλειο του Φιλοκτήτη (Φθίοι- Θαυμακία- Μηθών).

Βασίλειο του Πρόθου (Μάγνητες)

Βασίλειο του Γουνέα (Αινιάνες- Περραιβοί).

Βασίλειο του Πολυποίτη (Λαπίθες).

Βασίλειο του Μαχάονα-Ποδαλείριου (Οιχαλία, Τρίκη, Ιθώμη).

Νότια:

Βασίλειο του Αίαντα (Λοκροί).

Νοτιότερα:

Βασίλειο των Μινύων.

Βασίλειο των Βοιωτών.

 

                                            

 

Γεωγραφικά στοιχεία

 

Τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά που συνδέονται μαζί τους είναι: Ο Σπερχειός, ο Πηνειός, το Πήλιο, η Βοϊβία λίμνη, ο Τιταρήσιος, η Υπερεία, που, όπως είναι φυσικό, αφορούν τη Θεσσαλία συνολικά και όχι μόνο τη Φθία του Πηλέα. Σ΄ αυτό το περιβάλλον ανήκουν πολλές πόλεις, που κατανέμονται στα διάφορα βασίλεια από βορρά προς νότο, μάλιστα τα ονόματά τους είναι γνωστά και από τους μύθους: Ιωλκός, Φερρές, Οπούντα, Ορχομενός, Πλάταια, Γραία, Θέσπεια…

 

                                                      

Λαοί

 

Η πρώτη γεωγραφική προσέγγιση του χώρου, με βάση το ομηρικό κείμενο, επιβάλλει την αποτύπωση του χάρτη των λαών, όπως αυτοί τοποθετούνται από τον Όμηρο, με κέντρο την κοιλάδα του Σπερχειού. Ο ποιητής δείχνει να είναι καλά ενημερωμένος για την ποικιλία των ελληνικών φύλων, την ονομασία των, καθώς και τη γεωγραφική τοποθέτησή των στον ελλαδικό χώρο, ώστε να μας εντυπωσιάζει με τη γνώση του.

 

Ένα από τα σημαντικά βήματα της έρευνάς μας είναι ν΄ αποτυπώσουμε το χάρτη των λαών στην περιοχή που υπήρξε το βασίλειο του Αχιλλέα, σύμφωνα με την ομηρική μαρτυρία και τις σύγχρονες επιστημονικές γνώσεις.

 

                               

Οι λαοί στο βασίλειο του Πηλέα

                                       

Οι Μυρμηδόνες

 

Εμφανίζονται ως αρχαίο θεσσαλικό φύλο, που ζούσε στην Αχαϊα Φθιώτιδα, χωρίς να γνωρίζουμε γι΄ αυτό πολλά στοιχεία ή αν ήταν αιολόφωνο. Η μόνη αναφορά που έχουμε γι΄ αυτούς προέρχεται από τον Όμηρο, ο οποίος τους συνδέει στενά με τον Αχιλλέα και διευκρινίζει ότι ονομάζονταν Έλληνες και Αχαιοί (Β 683-685).

 

Αυτή η τριπλή θεώρηση σημαίνει πολλά για την καταγωγή τους, γιατί τους συνδέει στενά με τους Έλληνες, συνεπώς και με την Ελλάδα (πόλη ή περιοχή), αλλά και με το φύλο των Αχαιών. Οι μύθοι που προαναφέραμε τους σχετίζουν με τον Αιακό και την Αίγινα και την προέλευσή τους από τα μυρμήγκια. Αξιοπρόσεκτη είναι η αναφορά του Ησιόδου προς τον Αιακό, τον οποίο ονομάζει «ιππιοχάρμη», που σημαίνει «αυτός που μάχεται με τους ίππους». Η ιδιότητά του αυτή σχετίζεται στενά με τον Αχιλλέα και τους Μυρμηδόνες του, οι οποίοι στην Τροία διέθεταν πολλά και καλά άλογα. Επίσης ενδιαφέρουσα είναι και η εκτίμηση του Ησύχιου, ότι η λέξη Μυρμηδόνες προέρχεται από το «μύρμος» που σημαίνει φόβος.

 

                                            

Οι Έλληνες

 

  

Εμφανίζονται ως λαός πρώτη φορά στον  Όμηρο και το όνομά τους φαίνεται να αποτελεί μια παράλληλη ονομασία των Μυρμηδόνων, χωρίς να επεκτείνεται σ΄ άλλα φύλα. Συνδέονται στενά με τον Αχιλλέα και η διάκριση που κάνει ο Όμηρος μεταξύ Ελλάδας και Φθίας, δείχνει ότι είναι οι κάτοικοι της Ελλάδας, ένα κομμάτι των Μυρμηδόνων, γι΄ αυτό και η σύγχρονη έρευνα δέχεται ότι ήταν μόνο ένα μικρό φύλο, που βρισκόταν στην Αχαϊα Φθιώτιδα. Το γεγονός ότι αναφέρεται στην Ιλιάδα τοποθεσία ή πόλη Ελλάς και λαός Έλληνες στην περιοχή του βασιλείου του Αχιλλέα (Φθία), δείχνει ότι η ονομασία συνδέεται στενά με την περιοχή αυτή και με τους λαούς της, με μια μακρόχρονη παράδοση.

 

Έτσι ο μύθος του κατακλυσμού, ο κοινός γενάρχης των Ελλήνων, ο Έλληνας, που οι γιοι του υπήρξαν οι γενάρχες των ελληνικών φύλων, αποτελούν τη μυθική (;) εκδοχή της ελληνικής φυλής.

  

Πώς όμως το συγκεκριμένο όνομα επεκράτησε παντού στον ελληνικό χώρο και κάτω από ποιες συνθήκες συνέβη αυτό, είναι ένα μεγάλο ζήτημα, που θα μας απασχολήσει πιο κάτω.

                                                  

Οι Δόλοπες

 

Δόλοπες ονομάστηκαν οι κάτοικοι της περιοχής βορείως του Τυμφρηστού, μεταξύ Ευρυτανίας και Φθιώτιδας, που έφερε το όνομα Δολοπία. Συνδέθηκαν από τον Όμηρο με το βασίλειο του Πηλέα (βρισκόταν στα όρια της Φθίας) και ήταν πολυάριθμος λαός (Ι 485). Ο Πηλέας τους στέλνει βασιλιά το Φοίνικα, ο οποίος φέρεται να διοικεί το τέταρτο σώμα των Μυρμηδόνων  στην εκστρατεία κατά της Τροίας(Π 195). Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ότι προέρχονταν από τους Δόλοπες.

 

Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι Δόλοπες κατοικούσαν στη Σκύρο μέχρι το 470 π.Χ. Ως βασιλιάς των Δολόπων της Σκύρου εμφανίζεται ο Λυκομήδης. Ο Όμηρος αναφέρει επίσης ότι ο Αχιλλέας  κατέκτησε τη Σκύρο, κατά τις εκστρατείες από την Τροία, ότι έζησε στο νησί και παντρεύτηκε την κόρη του Λυκομήδη, αποκτώντας μαζί της τον Νεοπτόλεμο.

 

Στα ιστορικά χρόνια οι Δόλοπες αναφέρονται ότι συντάχθηκαν το 480 π.Χ. με τον Ξέρξη, το 334 π.Χ. συμμάχησαν με το Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, το 323 π.Χ. συμμετείχαν στο Λαμιακό πόλεμο και , τέλος, εντάχθηκαν  στην Αιτωλική Συμπολιτεία. 

 

                       

Οι Αχαιοί ως ελληνικό φύλο της Φθίας

 

Οι Αχαιοί ανήκουν σ΄ εκείνα τα ελληνικά φύλα, που αποτέλεσαν την Πρωτο-Αιολική ομάδα, κάτι που συμπεραίνεται από τα κείμενα των μυκηναϊκών πινακίδων, τα οποία μας πληροφορούν, κυρίως, για τη γλώσσα που μιλούσαν. Σύμφωνα με την επιστημονική έρευνα, πρώτα εισήλθαν στη νότια Θεσσαλία, περίπου στα 1900 π.Χ. και εκεί συνάντησαν έναν προελληνικό λαό, τους «Πρωτο-Αχαιούς», τους οποίους υπέταξαν και πήραν από αυτούς το όνομά τους, καθώς, επίσης και δυο λατρείες: του Αχιλλέα (θεού των υδάτων) και της Δήμητρας (θεάς της γης). Γύρω στα 1600, κινήθηκαν προς το νότο, φτάνοντας μέχρι τη  βόρεια Πελοπόννησο, άλλοτε εισδύοντας ειρηνικά και άλλοτε κατακτώντας λαούς. Ειρηνική διείσδυση διαφαίνεται στην περίπτωση των Δαναών, γιατί η παράδοση αναφέρει τους γάμους με τις κόρες του Δαναού. Εκεί στην Πελοπόννησο (Αργολίδα), εξέλιξαν την αιολόφωνη γλώσσα τους, η οποία απέκτησε άλλα χαρακτηριστικά (επαφή και με άλλους αρκαδόφωνες).

 

Οι Αχαιοί είναι φορείς ενός από τους πιο ένδοξους και τους πιο πολυσυζητημένους πολιτισμούς, του Μυκηναϊκού, που άκμασε από 1600-1100 π.Χ., ενώ η γλώσσα τους είναι γλώσσα που διαβάζουμε στις πήλινες πινακίδες.

 

Η παράδοση και οι μύθοι αναφέρουν ότι, ως φύλο, κατάγονται από το μυθικό γενάρχη «Αχαιό», το γιο του Ξούθου και εγγονού του Έλληνα. Ο Ξούθος, κατά την παράδοση, ήρθε στην Αθήνα και παντρεύτηκε την Κρέουσα, την κόρη του Ερεχθέα. Ο γιος του Αχαιός, ξεκινώντας από την Αθήνα, έδιωξε τους Πελασγούς της Αργολίδας και της Λακωνίας, ενώ κατ΄ άλλες παραδόσεις, επέστρεψε πίσω στη Θεσσαλία, από όπου οι δυο γιοι του, Άρχανδρος και Αρχιτέλης, ήρθαν στην Πελοπόννησο και κυρίευσαν πρώτα το Άργος και στη συνέχεια ολόκληρη την Πελοπόννησο, εκτός από την Αρκαδία.  Ο Οβίδιος μνημονεύει Αχαιούς ακόμα και στις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου.

 

Μεγάλη σημασία έχει η αναφορά του Ομήρου, για τους Αχαιούς, αφού στα έπη του μνημονεύει, κυρίως το φύλο των Αχαιών, περιγράφοντάς το ως πολεμικό λαό, που διαχειρίζεται έναν πολιτισμό υψηλού επιπέδου, με στενή σχέση με τη θάλασσα. Κέντρο του αχαϊκού κόσμου είναι οι Μυκήνες, τις οποίες ονομάζει «πολύχρυσες», ενώ με τις συχνές περιγραφές του στα παλάτια των Αχαιών βασιλέων, εκθειάζει το μεγάλο τους πλούτο, κάτι που σήμερα επιβεβαιώθηκε από τα αρχαιολογικά ευρήματα.

 

Έμμεση αναφορά στους Αχαιούς κάνει και ο Ησίοδος, αναφερόμενος στο γένος των «ηρώων», που έζησε πριν το σιδερένιο γένος (1100  π.Χ. και πριν). Επίσης και ο Ηρόδοτος μιλάει για τους Αχαιούς, τον Αχαιό γενάρχη, που καταγόταν από τη Θεσσαλία…

 

Οι Αχαιοί, αφού είχαν επικρατήσει απόλυτα στην κυρίως Ελλάδα, εξαπλώνονται αργότερα και κατακτούν την Κρήτη, φθάνοντας μέχρι την Κύπρο, όπου δημιουργούν αποικίες. Κατά την παράδοση εκδιώχτηκαν από την Πελοπόννησο με την κάθοδο των Δωριέων.

                                       

                                            

Οι Γράικες

 

Οι Γράικες ή Γραικοί δεν μνημονεύονται από τον Όμηρο, όμως σχετίζονται με την ονομασία των Ελλήνων. Ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο, που είχε κοιτίδα την Ήπειρο και τοποθετούνται στην περιοχή της Δωδώνης. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι έτσι ονομάζονταν οι Έλληνες προ του κατακλυσμού, όταν κατοικούσαν στην αρχαία Ελλάδα, κοντά στη Δωδώνη και στον Αχελώο.

 

Πιστεύεται ότι ένα τμήμα του φύλου πέρασε από τον Αχελώο και κατόπιν  στη Θεσσαλία, όπου έγινε ένδοξο στη Φθία, με τον Αχιλλέα. Κάποιο άλλο τμήμα κατέβηκε νοτιότερα στη Βοιωτία, την Εύβοια και πιθανόν και στην Αττική. Βέβαια κάποιες ομάδες Γραικών παρέμειναν στην Ήπειρο, που αφομοιώθηκαν, ενώ, όπως όλα δείχνουν, ένα τμήμα μετακινήθηκε δυτικά προς την Ιταλία, όπου οι Λατίνοι γνώρισαν πρώτα τους Γραικούς ως ελληνόφωνους, πρώτα από όλους τους Έλληνες. Με το όνομά τους Graeci ονόμασαν κατόπιν όλους τους Έλληνες και έτσι πέρασε στην παράδοση της Δύσης.

 

               

Οι λαοί βορείως του Σπερχειού, της ευρύτερης Φθίας

 

Οι Κένταυροι ήταν τερατώδη όντα, βουνίσια θηρία τα ονόμαζε ο Όμηρος, που κατοικούσαν στο Πήλιο, έως ότου εκδιωχθούν από τους Λαπίθες. Η Κενταυρομαχία και γενικά οι κένταυροι, ήταν το αγαπημένο μυθολογικό θέμα των αρχαίων Ελλήνων.

 

Οι Λαπίθες ήταν αρχαίο αιολόφωνο φύλο, οι οποίοι από τη Μακεδονία μετακινήθηκαν προς την Πίνδο, τη Θεσσαλία και νοτιότερα. Οι ομηρικές αναφορές τους φέρουν να κατέχουν πόλεις στη βόρεια Πελασγιώτιδα και τη νότια Περραιβία, να συμμετέχουν στον Τρωικό πόλεμο με μεγάλη δύναμη, 40 πλοία και βασιλείς τους Πολυποίτη και Λεοντέα. Αξιοπρόσεκτη είναι συμμετοχή ονομαστών Λαπιθών σε όλες τις συλλογικές ηρωικές δράσεις των Ελλήνων. Πιστεύεται ότι κατοίκησαν και στην κοιλάδα του Σπερχειού, αφού αναφέρεται κάποια πόλη με το όνομα Λαπίθη.

 

Οι Αινιάνες ήταν αιολικό ελληνικό φύλο, που στα 1900 π.Χ. περίπου μετακινήθηκε από τη δυτική Μακεδονία προς τη Θεσσαλία. Η μαρτυρία του Ομήρου τους τοποθετεί στην περιοχή της Όσσας και να εκστρατεύουν μαζί με τους Περραιβούς κατά της Τροίας, με κοινό αρχηγό το Γουνέα. Εκδιώχθηκαν από εκεί, από άλλα φύλα, και ύστερα από μακροχρόνια περιπλάνηση εγκαταστάθηκαν οριστικά στην κοιλάδα του Σπερχειού, στην περιοχή περί τον Ίναχο, παραπόταμό του, που την ονόμασαν Αινίδα. Στα ιστορικά χρόνια τους συναντάμε με πρωτεύουσα την Υπάτη και μαζί με τους γειτόνους τους Δόλοπες, Μαλιείς, Λοκρούς και Αιτωλούς να ιδρύουν την Πυλαία Αμφικτυονία.

 

Oι Περραιβοί ήταν αιολικό φύλο που έζησε μαζί με τους Αινιάνες και συμπεριλαμβάνονταν στο βασίλειο του Γουνέα.

 

Οι Μάγνητες ήταν φύλο συγγενικό με τους Μακεδόνες. Το 1400 π.Χ. φθάνουν στην Πιερία και από εκεί εκτοπίζονται προς την Όσσα και το Πήλιο, ονομάζοντας την περιοχή Μαγνησία. Ο Όμηρος τους τοποθετεί στα Τέμπη και το Πήλιο και αναφέρει ότι πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, με αρχηγό τον Πρόθοο και 40 πλοία. Ο Ησίοδος παρουσιάζει γενάρχη τους το Μάγνητα να συνδέεται στενά με τον Έλληνα, αφού ήταν γιος της κόρης του Δευκαλίωνα, της Θυίας και αδερφής του Έλληνα.

 

Οι Φθίοι. Τους αναφέρει ο Όμηρος, σε ειδικά σημεία και το όνομα καλύπτει τους στρατιώτες των Φιλοκτήτη και Πρωτεσίλαου. Η ονομασία αφορούσε, πιθανόν, και τους υπόλοιπους κατοίκους των άλλων βασιλείων της περιοχής (Εύμηλος-Ευρύπυλος).

 

 

Οι λαοί νοτίως του Σπερχειού και του βασιλείου του Πηλέα

 

Οι Λοκροί ήταν τρία συγγενικά φύλα (Οπούντιοι, Επικνημίδες και Οζόλες) και ανήκαν στο βασίλειο του Αίαντα. Οι επιστήμονες σήμερα εκτιμούν ότι ήταν ηπειρωτικό φύλο και πριν το 1200 π.Χ. μετακινήθηκαν προς τη Στερεά Ελλάδα, όπου ήλθαν σε επιμειξία με τους Λέλεγες, τους οποίους και θα αφομοίωσαν, ενώ θα υιοθετήσουν πολλά έθιμα τους, όπως τη λατρεία της Αριάδνης (μινωικής προέλευσης). Συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο με αρχηγό τον Αίαντα, που κατά την παράδοση ήταν εγωιστής και αθυρόστομος. Από την Οπούντα ήλθε ο Πάτροκλος στη Φθία, ύστερα από έναν ακούσιο φόνο που διέπραξε.

 

Οι Μινύες υπήρξαν πρωτοαιολικό φύλο που μετακινήθηκε από τη Θεσσαλία προς τη Βοιωτία, με κεντρική πόλη τον Ορχομενό. Οι ερευνητές παρατηρούν στενή σχέση των Μινύων με τη δράση πολλών πρώιμων ηρωικών μορφών της ελληνικής μυθολογίας και κυρίως της Αργοναυτικής εκστρατείας. Ο Όμηρος τους φέρει να εκστρατεύουν κατά της Τροίας, με αρχηγούς τους Ασκάλαφο και Ιάλμενο, με τόπο διαμονής τους τη δυτική Βοιωτία. Το όνομά τους συνδέθηκε με την «μινυακή κεραμική», ένα από τα καλύτερα είδη προϊστορικής κεραμικής.

 

Οι Βοιωτοί συμπεριλαμβάνονταν στο βασίλειο των Πηνέλεω, Λήιτου, είχαν κοιτίδα τη βόρεια Πίνδο και μετακινήθηκαν περί το 1200 π.Χ. νότια και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που ονομάστηκε από αυτούς Βοιωτία.

 

              

Η εικόνα των ιστορικών χρόνων –Οι Θεσσαλοί

 

 

Οι Θεσσαλοί, στις αρχές του 12ου π.Χ. αιώνα, μετά τον Τρωικό πόλεμο, αρχίζουν να μετακινούνται σταδιακά και καταλαμβάνουν τη χώρα που ονομάσθηκε από αυτούς Θεσσαλία. Ήρθαν από τα σύνορα της Ηπείρου με τη Θεσσαλία, όπου ζούσαν στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ.. και εκεί είχαν διαμορφώσει τη δική τους διάλεκτο, που βρίσκεται μεταξύ της δυτικής ηπειρωτικής και αιολικής. Η έλευση των Θεσσαλών επέβαλε τη μετακίνηση σε άλλα φύλα που ζούσαν εκεί, ενώ κάποιοι υποδουλώθηκαν.

 

Στην αρχή, ο ανώτατος άρχοντάς τους ήταν αιρετός και ονομαζόταν ταγός, όμως μετά χωρίστηκαν σε τέσσερις περιοχές, με επικεφαλείς τους τετράρχες: Θεσσαλιώτιδα, Πελασγιώτιδα, Ισταιώτιδα, Φθιώτιδα ή Αχαϊα Φθιώτιδα. Οι ονομασίες Πελασγιώτιδα- Αχαϊα Φθιώτιδα  μας υποψιάζουν για το μυκηναϊκό παρελθόν των περιοχών αυτών.

 

                                      

 

ΕΛΛΑΣ- ΦΘΙΑ- ΣΠΕΡΧΕΙΟΣ

                                          

 

Φθία η πατρίδα του Αχιλλέα

  

Στο κεφάλαιο αυτό θα επεξεργαστούμε γεωγραφικά στοιχεία, που παραθέτει ο Όμηρος,   ώστε με γεωγραφικά δεδομένα να ορίσουμε το βασίλειο του Αχιλλέα. Ξεκινώντας από το ερώτημα πώς χρησιμοποιείται ο όρος Φθία, παρατηρούμε ότι η λέξη αυτή είναι γνωστή στον ελληνικό χώρο πριν τον Όμηρο, που την παραλαμβάνει από την παλαιότερη παράδοση και έχει χρησιμοποιηθεί με πολλαπλή σημασία, ήτοι μύθοι- τοπωνύμια- πρόσωπα.

 

Φθία ονομαζόταν μια νύμφη που με τον Απόλλωνα απέκτησε τρεις γιους, το Δώρο, το Λαόδοκο και τον Πολυποίτη.

 

Φθία ονομαζόταν η κόρη του βασιλιά της Θήβας Αμφίονα και της Νιόβης, που σκότωσε η Άρτεμη.

 

Φθία ονομαζόταν και η παλλακίδα του Αμύντορα, του πατέρα του Φοίνικα.

 

Φθία ονομαζόταν μια πόλη των Μυρμηδόνων, η γενέτειρα του Αχιλλέα, για τη θέση της οποίας έχουμε ασαφείς μαρτυρίες, αφού άλλοι την ταυτίζουν με την αρχαία Φάρσαλο, άλλοι την τοποθετούν στην Πελοπόννησο, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει πόλη Φθία στην Αιτωλοακαρνανία.

 

Φθίος ονομαζόταν και ένας τοπικός ήρωας, ο επώνυμος ήρωας της πόλης Φθίας, που ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Λάρισας, αδελφός του Αχαιού και του Πελασγού. Φθίος φέρεται να είναι επίσης και ένας γιος του Αχαιού, που με τη Χρυσίππη γέννησε τον Έλληνα, που έχτισε την πόλη Ελλάδα.

  

Η ονομασία Φθία, λειτουργεί και ως ένα τοπωνύμιο, του ευρύτερου χώρου, αφού αποδιδόταν σε μια ολόκληρη περιοχή, που στους μύθους κατονομάζεται «Φθία» και εκτείνεται μάλιστα έξω από την κοιλάδα του Σπερχειού, μέχρι τον Παγασητικό κόλπο και ακόμη πιο βόρεια. Ως τοπωνύμιο γεωγραφικής περιοχής και ως ονομασία πόλης είναι γνωστή η λέξη και στον Όμηρο.

 

Το νόημα της λέξης δείχνει να είναι κοντά στο ρήμα φθίω- φθίνω, που σημαίνει μαραίνομαι, χάνομαι, ελαττώνομαι, παρακμάζω. Όμως η χρήση μιας παρόμοιας λέξης στην Αίγυπτο, του θεού Φθα, απηχεί, ίσως, μια μακρά παράδοση κυρίων ονομάτων, αλλά και τοπωνυμιών στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.

  

Η πολλαπλή χρήση της λέξης, μας υποψιάζει για τον τρόπο χρήσης της, αφού δημιουργεί την εύλογη απορία μήπως ο ποιητής χρησιμοποιεί τον όρο με σκοπιμότητα, πότε για να δηλώσει μια πόλη, πότε μια μικρή περιοχή και πότε ένα μεγάλο γεωγραφικό διαμέρισμα, με πλατιά όρια.

 

Η Φθία λοιπόν αποδίδεται στον Αχιλλέα, αλλά όχι αποκλειστικά σ΄ αυτόν, αφού και άλλοι που είχαν βασίλεια σε περιοχές κοντινές αποκαλούνται από τον Όμηρο Φθίοι, όπως ο Πρωτεσίλαος και ο Φιλοκτήτης. Στη ραψωδία Π 13-15 ο Αχιλλέας θα πει στον Πάτροκλο: «…Μήπως από τη Φθία μας ήρθε μήνυμα κι εσύ το ξέρεις μόνο,

ακόμα καθώς λένε ,ζει ο Μενοίτιος, του Άκτορα ο γιος,

ζει ακόμα και ο Πηλεύς, του Αιακού ο γιος, στους Μυρμηδόνες μέσα…»

 

Η περιοχή του βασιλείου του ονομάζεται λοιπόν Φθία, όμως αυτό που δε διευκρινίζεται είναι αν εδώ εννοεί μια πόλη ή μια γεωγραφική περιφέρεια, γιατί οι στρατιώτες του Αχιλλέα δεν ονομάζονται επίσημα «Φθίοι» αλλά Μυρμηδόνες, αφού εκεί ζει ο πατέρας του ο Πηλέας. Στον κατάλογο των πλοίων (Β 684) , όπου απαριθμούνται οι δυνάμεις των Αχαιών το συνολικό στράτευμα του Αχιλλέα ονομάζεται πρώτα Μυρμηδόνες και κατόπιν ‘Ελληνες και Αχαιοί.

 

Αυτή η έλλειψη αντιστοίχησης και άμεσης σύνδεσης του λαού του Αχιλλέα με την ονομασία «Φθίοι» προβληματίζει, γιατί δείχνει ότι σκόπιμα αποφεύγεται η συγκεκριμένη σύνδεση. Όμως ο ποιητής χρησιμοποιώντας τον όρο Φθία εννοεί και μια εδαφική περιοχή, που είναι βασίλειο, έχει πόλεις, κάποια γεωγραφικά δεδομένα και όρια. Συγκεκριμένα, ο Φοίνικας, απευθυνόμενος στον Αχιλλέα, θα του πει για τη φιλόξενη υποδοχή που του παρείχε ο πατέρας του Πηλέας: « Στην άκρη της Φθίας, άρχοντα, μ΄ έστησε να κυβερνώ τους Δόλοπες». (Ι 484-485) Οι Δόλοπες ήταν ένας συγκεκριμένος και αρκετά γνωστός λαός, που επιβιώνει και στους ιστορικούς χρόνους και ο Όμηρος σαφέστατα εννοεί ότι, κατά τη μυκηναϊκή εποχή, βρίσκονταν στα σύνορα της Φθίας.

 

Ένα άλλο γεωγραφικό στοιχείο του χώρου, που μνημονεύεται ως περιοχή του βασιλείου του Πηλέα, είναι ο ποταμός Σπερχειός. Ο θεός- ποταμός, που ζωογονεί την περιοχή, λατρεύεται και στις πηγές του υπήρχε βωμός για θυσίες και τέμενος. Θα πει λοιπόν, ο ίδιος ο Αχιλλέας, απευθυνόμενος προς το ντόπιο θεό, όταν πέθανε ο Πάτροκλος:

 

«…Σπερχειέ, άδικα σου έταξε ο πατέρας μου πως,

όταν εγώ γυρίσω, εκεί στην πατρική μου γη, για χάρη σου,

θα έκοβα τα μαλλιά μου και θα σου πρόσφερα ιερή, πλούσια θυσία

και πως εκεί θα έσφαζα πενήντα βαρβάτα κριάρια στις πηγές σου,

όπου έχει τέμενος και ευώδη βωμό…» (Ψ 144-147)

 

Η προσφορά της κόμης των νεαρών αγοριών στις πηγές και εδώ του διαδόχου Αχιλλέα, στο συγκεκριμένο θεό- ποταμό, δείχνει τη μεγάλη σημασία του ποταμού για το βασίλειο του Πηλέα. Σ΄αυτό λοιπόν το βασίλειο, σ΄ αυτή τη Φθία, ανήκουν οι πόλεις που μνημονεύονται και κατονομάζονται στη Β  685-688, ότι έστειλαν στρατό, υπό τις διαταγές του Αχιλλέα:

 

«…Και τώρα αυτοί που κατοικούσαν στο Πελασγικό Άργος και αυτοί που ζούσαν στην Άλο και στην Αλόπη και στην Τραχίνα και όσοι είχαν τη Φθία και την Ελλάδα με τις όμορφες γυναίκες και λέγονταν Μυρμηδόνες και Έλληνες και Αχαιοί, αυτοί είχαν πενήντα καράβια και αρχηγός τους ήταν ο Αχιλλέας…»

 

Επομένως, αυτή η εδαφική ζώνη, που περιγράφεται ρεαλιστικά, γιατί έχει έδαφος, ποταμό, λαούς, βασιλιά, όρια και είναι και γεωγραφική και διοικητική οντότητα, λέγεται Φθία. Το γεγονός ότι αποτέλεσε μια γεωγραφική ενότητα, λόγω της κοιλάδας του Σπερχειού, γιατί γύρω υπάρχουν βουνά, δε σημαίνει απαραίτητα ότι η διοικητική της έκταση περιοριζόταν εκεί μόνο. Είναι όμως βέβαιο πως, αρκετό γειτονικό έδαφος, που περιλαμβάνει λαούς, πόλεις και βασίλεια, ότι καλύπτεται από το ίδιο τοπωνύμιο «Φθία», που ο Όμηρος χειρίζεται αινιγματικά. Η Φθία του Πρωτεσίλαου, του οποίου οι στρατιώτες ονομάζονταν Φθίοι, είχε τις ακόλουθες πόλεις: Πύρασος, Ίτων, Φυλάκη, Αντρών και Πτελεός. ( Β 695-697) Η Φθία του Φιλοκτήτη είχε τις ακόλουθες πόλεις- περιοχές: Μηθώνη, Θαυμακία, Μελίβοια, Ολιζώνα.

 

Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι Φθίοι λέγονταν οι υπήκοοι του Αχιλλέα, του Πρωτεσίλαου και του Φιλοκτήτη και ίσως του Ευρύπυλου, που ήταν και γείτονες, και ότι η Φθία απλωνόταν από τη Δολοπία και την Πίνδο ως τη θάλασσα της Μαγνησίας. Σχετικά με τη σύγχυση που επικρατούσε, από την αρχαιότητα ακόμη, αν η Φθία ήταν πόλη ή περιοχή, ο Στράβων επισημαίνει: «Για τη Φθία, μερικοί νομίζουν ότι είναι η ίδια χώρα με την Ελλάδα και την Αχαϊα. Αυτές αποτελούν το νότο από τα δύο μέρη που ήταν χωρισμένη η Θεσσαλία. Φαίνεται, πάντως, ότι ο ποιητής (Όμηρος) θεωρούσε δυο χώρες, τη Φθία και την Ελλάδα…,όμως δεν είναι ξεκάθαρο αν εννοεί πόλεις ή χώρες».

 

Το βασίλειο του Πηλέα, όπως όλα δείχνουν, είχε σύντομη διάρκεια ζωής και πολλά γεωγραφικά δεδομένα (πόλεις, έδρα, έκταση, όρια) αναδιαμορφώθηκαν, είτε επί βασιλείας εκείνου, είτε στη βασιλεία του γιου του και του εγγονού του. Η Φθία του Πηλέα ήταν «εριβώλαξ» (παχιοχώματη), «βωτιάνειρα» (ανδροθρέπτρα), «καρποφόρα» και «ευάμπελος», συνεπώς εύφορη περιοχή. Η έδρα, δηλαδή το κέντρο διοίκησης του βασιλείου, όπως μνημονεύεται σε ποικίλες αναφορές, είναι η πόλη Φθία και όπως συμπεραίνουμε από τα λεγόμενα του Στράβωνα, υπήρχε κάποια πόλη, που διατηρούσε αυτό το όνομα, ίσως να διατηρούσε και μνήμες χίλια χρόνια μετά.

 

Ας δούμε τις πόλεις που μνημονεύονται στον κατάλογο των πλοίων: Το Πελασγικόν Άργος είναι μια ονομασία που μπορεί να υπονοεί πολλά, γιατί η λέξη «άργος» συνδέθηκε από την αρχαιότητα με την έννοια πεδιάδα. Συνεπώς είναι η πελασγική πεδινή περιοχή. Μπορεί όμως να περιγράφει τοπωνύμιο περιοχής, που σχετίζεται με Πελασγούς κατοίκους και να περιλαμβάνει πολλές πόλεις ή να εννοεί  ένωση πόλεων. Ο Στράβων, σχολιάζοντας την ομηρική αναφορά, υποθέτει πως η ονομασία αφορά γενικότερα τη Θεσσαλία. Συνεπώς ένα κομμάτι του βασιλείου των Πηλέα- Αχιλλέα ήταν θεσσαλικό, χωρίς όμως να προσδιορίσουμε τα όριά του, αφού οι άλλες πόλεις μας μεταφέρουν άλλοτε στο Μαλιακό και άλλοτε στον Παγασητικό κόλπο. Γιατί πόλη Άλος υπήρχε μία στο Μαλιακό ,αλλά και μία άλλη στον Παγασητικό κόλπο, ενώ η Τραχίνα μας μετακινεί, επίσης, προς το νότο στο μυχό του Μαλιακού και η ονομασία της επιβιώνει και σε άλλους μύθους, π.Χ. σε μια εκστρατεία του ο Ηρακλής κατέκτησε την πόλη, δημιουργώντας, κατόπιν, την πόλη Ηράκλεια. Μάλιστα ο Στράβων μας πληροφορεί ότι η αρχαία Τραχίνα απείχε από την πόλη Ηράκλεια έξι στάδια και επίσης ότι η Αλόπη ήταν παραλιακή πόλη, κοντά στην Άλο.

 

Συνεπώς, το βασίλειο του Αχιλλέα, τυπικά, εκτείνεται από βορρά (θεσσαλικές περιοχές), που υπάρχει το Πελασγικό Άργος προς τις νότιες ακτές του Μαλιακού κόλπου, όπου υπήρχε η Τραχίνα, που ως πόλη και περιοχή συνδέεται με τους μύθους του Ηρακλή, ο οποίος δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πεθαίνει στην Οίτη, από το δηλητηριασμένο χιτώνα της Διηάνειρας και ότι την πυρά άναψε ο Ποίαντας, πατέρας του Φιλοκτήτη, το βασίλειο του οποίου βρισκόταν στον βραχίονα του Πηλίου. Εάν λοιπόν ο Μαλιακός κόλπος είναι το ανατολικό σύνορο του βασιλείου, το βάθος του μπορεί να υπολογισθεί καλύτερα από την αναφορά του Φοίνικα ότι οι Δόλοπες κατοικούσαν στα δυτικά σύνορα, όπου τους βρίσκουμε μέχρι τους ιστορικούς χρόνους.

 

Τα δυο άλλα τοπωνύμια, η Ελλάς και η Φθία, εμφανίζονται άλλοτε ως περιοχές και άλλοτε ως πόλεις.

 

                    

Ο συνδυασμός των ονομασιών: Ελλάς-Φθία

  

Ο Όμηρος χρησιμοποιεί 17 φορές τους όρους Ελλάς- Φθία και ο τρόπος που αυτοί μνημονεύονται ή συνδυάζονται μαζί, φανερώνει ότι το βασίλειο του Αχιλλέα είχε δύο επαρχίες, που η μια αποτελούσε την έδρα του βασιλείου, όπου υπήρχε το ανάκτορο και λεγόταν Φθία και η άλλη ονομαζόταν Ελλάδα. Παρακολουθώντας τη συνολική εμφάνισή τους στην Ιλιάδα, θα διαπιστώσουμε ότι, παρά τη στενή σύνδεσή τους, δεν αποτελούν διπλή ονομασία της ίδιας περιοχής, αφού ο όρος «Ελλάς» δεν φαίνεται ότι μπορεί να υποκαταστήσει τον όρο «Φθία». Στην Ι (395-396)  ραψωδία ο Αχιλλέας λέει πως «Αχαϊδες πάμπολλες έχει η Ελλάς και η Φθία, κόρες προκρίτων δυνατών, όπου δεσπόζουν χώρες». Στην Οδύσσεια, (Λ 493), ο νεκρός Αχιλλέας ρωτάει τον Οδυσσέα για τον πατέρα του «αν ακόμη τον υπολογίζουν μέσα στην Ελλάδα και τη Φθία». Ο σταθερός συνδυασμός των δύο τοπωνυμίων βεβαιώνει την κοντινή τους θέση και πιθανόν τη γειτνίαση. Η θέση τους μέσα στο βασίλειο παραμένει ένα ερωτηματικό.

 

Στην Ι 363 ο Αχιλλέας, απαντώντας στον Οδυσσέα, λέει ότι με καλό καιρό, φεύγοντας από την Τροία «την τρίτη ημέρα φθάνω στη Φθία», όπου εκεί « πλούτη έχω αφήσει πολλά». Επίσης στην Π 13, ο Αχιλλέας ρωτάει τον Πάτροκλο αν πήρε «μήνυμα κρυφό από τη Φθία». Στην Τ 295, η Βρισηίδα θυμάται την υπόσχεση του Πατρόκλου, ότι «θα την πάντρευε  στη Φθία». Ο Φοίνικας στην Ι 432 θα πει στον Αχιλλέα ότι ο πατέρας του νεαρό «τον έστειλε στον Αγαμέμνονα από τη Φθία».

 

                                      

Η Ελλάς (πόλη ή χώρα)

   

 

Ο Όμηρος γνωρίζει τους όρους: Ελλάς-τοπωνύμιο, Έλληνες- όνομα λαού και Πανέλληνες- ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων. Το τι περιγράφει ο όρος Ελλάδα, κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους, και πού τελικά βρισκόταν, αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους γρίφους του Ομήρου. Τρία δεδομένα γίνονται ξεκάθαρα:

 

1.    Στον κατάλογο των πλοίων της Β ραψωδίας, ακολουθεί μετά τη Φθία, είτε ως πόλη, είτε ως περιοχή, που έστειλε δυνάμεις στον Τρωικό πόλεμο.

 

2.    Εάν όλες αυτές οι ονομασίες καταγράφουν πόλεις, τότε ο ποιητής την αναφέρει πρώτη φορά ως σημαντικό πόλισμα στην επικράτεια του Αχιλλέα.

 

 

3.    Η γεωγραφική της θέση ( είναι κοντά στη Φθία) και η πολιτική της σημασία φαίνονται από τη στενή της σύνδεση με την έδρα του βασιλείου τη Φθία και από την προτίμηση του βασιλιά να επιλέξει σύζυγο και από αυτή, η οποία διαθέτει αρκετούς ισχυρούς άνδρες (αριστοκράτες), ενώ  η ισχύς της δηλώνεται από το γεγονός ότι δίνει στο στρατό του Αχιλλέα και στο λαό του, τη δεύτερη ισοδύναμη ονομασία του «Έλληνες».

 

 

Κάποια στοιχεία για την Ελλάδα, υπάρχουν στην ομιλία του Φοίνικα, ο οποίος, αναφέροντας την προσωπική του ιστορία, μας πληροφορεί ότι έφυγε από την Ελλάδα την καλλιγύναικα και το σπίτι του πατέρα του (Ι 447) και κατόπιν περιγράφοντας την πορεία της φυγής του, θα πει χαρακτηριστικά: «περνώντας μέσα από την Ελλάδα, έφτασα στην καλόσβωλη, την αρνοθρέπτρα τη Φθία». (Ι 478-479) Η συγκεκριμένη αναφορά δημιουργεί κάποια ερωτηματικά για τη θέση της Ελλάδας. Όμως με δεδομένο ότι η πατρίδα του, σύμφωνα με τον Όμηρο, ήταν ο Ελεώνας της Βοιωτίας, διατυπώνουμε τον εξής συλλογισμό: Ο φυγάς Φοίνικας ξεκίνησε από ένα χώρο, που ήδη ονομαζόταν Ελλάδα και ακολουθώντας μια κατεύθυνση βόρεια, διέσχισε μια περιοχή που επίσης λεγόταν Ελλάδα, που ήταν μέρος του βασιλείου Πηλέα, φθάνοντας στο άλλο άκρο που ονομαζόταν Φθία, όπου εκεί συναντάει τον Πηλέα, που τον υποδέχεται φιλικά και τον τοποθετεί άρχοντα, στα βορειοδυτικά σύνορα του βασιλείου του, στην περιοχή που κατοικούσαν οι Δόλοπες. Η Ελλάδα, κατά πάσα πιθανότητα, είναι λοιπόν, μια περιοχή νότια του βασιλείου του Πηλέα, που έχει δικό της κέντρο αναφοράς, μια ομώνυμη πόλη και κατά τον ποιητή βρίσκεται πολύ κοντά στο διοικητικό κέντρο του βασιλείου, τη Φθία. Η υπόθεση αυτή, ότι υπήρξε πόλη Ελλάς στο βασίλειο του Αχιλλέα, στηρίζεται στο γεγονός ότι οι μεταγενέστεροι Έλληνες, της εποχής του Στράβωνα, έδειχναν συγκεκριμένη τοποθεσία, δηλαδή μια πόλη που αυτή θεωρούσαν ότι ήταν η ομηρική Ελλάς, κοντά στη Φάρσαλο, ενώ θεωρούσαν τη Φάρσαλο ως την πόλη Φθία. Την πόλη Ελλάδα διεκδικούσαν και οι Μελιταιείς, υποστηρίζοντας ότι η πόλη βρισκόταν κοντά στον ποταμό Ενιπέα. Ο Δικαίαρχος, ο Παυσανίας, ο Θεαγένης, αλλά και νεότεροι Έλληνες και ξένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα ήταν πόλη.

 

         

Ο Σπερχειός και η σημασία του για το βασίλειο του Αχιλλέα

 

Επειδή η θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος αφήνει περιθώρια για ποικίλες απόψεις, τίθεται ένα βασικό ερώτημα, που πρέπει να απαντηθεί: «Πού, λοιπόν, και με ποια επιχειρήματα θα μπορούσαμε να ορίσουμε το βασίλειο του Πηλέα;»

   

Η θέση του βασιλείου μπορεί να προσδιορισθεί σε σχέση με το μοναδικό σταθερό του στοιχείο, που αναφέρεται στην Ιλιάδα και αυτό είναι ο ποταμός Σπερχειός. Ο Σπερχειός αναφέρεται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο στο μύθο της Πολυδώρης, της κόρης του Πηλέα, που τη γονιμοποιεί ο ίδιος ο Θεός- ποταμός, που ρέει και ζωογονεί το βασίλειο. Το έκγονο από αυτή τη συνεύρεση, ο Μενέσθιος, γιος του θεού, είναι μαχητής στον κοινό αγώνα της Τροίας, συντροφιά με το νόμιμο βασιλιά (ή διάδοχο) του τόπου, που προστατεύει ο θεός- ποταμός.

 

Το σημείο όμως που πρέπει να προσέξουμε είναι τα λόγια του Αχιλλέα, μπροστά στη νεκρική κλίνη του αγαπημένου φίλου του Πατρόκλου, που προαναφέρθηκαν και που περιέχονται στη ραψωδία Ψ 142-147. Ο         διάδοχος βασιλιάς, μπροστά στο λαό που προέρχεται από τη Φθία και λατρεύει τον «επιχώριο» ποταμό, νιώθει το ιερό χρέος ν΄ απευθυνθεί ενώπιόν τους στον τοπικό προστάτη (θεό-ποταμό), και με παράπονο και μεγάλη λύπη να πει δημόσια ότι θα αθετήσει το καθιερωμένο αφιερωματικό «δώρο» προς τιμήν του. Δηλαδή, υπενθυμίζοντας την ευχή του Πηλέα, «να του αποθέσει στις πηγές την κόμη του γιου του», μαζί με «ιερή εκατόμβη», πλούσια θυσία, γνωστοποιεί σε όλους ότι η τελετή προσφοράς δε θα εκτελεστεί, γιατί το τιμητικό δώρο θα προσφερθεί στο νεκρό ήρωα Πάτροκλο.

 

Η συνήθεια αυτή φαίνεται ότι είχε μεγάλη σημασία στα πρώτα λατρευτικά έθιμα των ελληνικών φύλων. Η εκδήλωση τιμής και λατρείας από τον πατέρα ενός νέου στους ντόπιους ποταμούς, ήταν πράξη «επιβεβλημένη», που σήμαινε μια τελετουργία, πολύ αρχαία, κοντά στο νερό, την πηγή ζωής και πλούτου, που γινόταν όχι μόνο στους ποταμούς, αλλά γενικά, στις πηγές, στην αρχή των υδάτων (και της ζωής), που άρδευαν και ζωογονούσαν ολόκληρες περιοχές. Ένας αξιόλογος επιστήμονας, ο w. Burkert,αναφερόμενος στην αρχαία ελληνική θρησκεία, σχολιάζει: « Η ιδέα ότι οι ποταμοί είναι θεοί και οι πηγές νύμφες είναι βαθιά ριζωμένη, όχι μόνο στην ποίηση, αλλά στην πίστη και στην τελετουργία. Η λατρεία αυτών περιορίζεται μόνο από το γεγονός ότι συνδέονται αναπόσπαστα με έναν ιδιαίτερο τόπο. Κάθε πόλη τιμά το δικό της θεό ποταμό, τη δική της πηγή. Για τον ποταμό ιδρύεται τέμενος και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και ναός. Αγόρια και κορίτσια, κατά την ενηλικίωσή τους, προσφέρουν τα μαλλιά τους, αναθήματα αφιερώνονται σε οικίσκους πηγών, ζώα σφαγιάζονται μέσα στους ποταμούς και στις πηγές».

 

Το γεγονός ότι στο κείμενο  αναφέρονται οι λέξεις τέμενος, βωμός και πηγές του ποταμού, αυτό σημαίνει ότι, όχι μόνο η τελετουργία, που έχει τους απαραίτητους τελετουργικούς χώρους ελέγχεται από τον Πηλέα, αλλά και ότι οι πηγές, η ροή και χρήση των υδάτων του Σπερχειού ανήκουν στον ίδιο. Όλα δείχνουν τη στενή σχέση ποταμού-βασιλιά και τη δικαιοδοσία του Πηλέα σε όλη την κοιλάδα εκατέρωθεν της ροής του ποταμού. Επίσης ο θεός δικαιούται  να γονιμοποιήσει την κόρη του βασιλιά Πηλέα, την Πολυδώρη (εύφορη γη), ώστε ο γιος του Σπερχειού, ο Μενέσθιος, να μεταφέρει τη θεϊκή δύναμη στο βασιλικό γένος και ο οποίος δικαιωματικά, ως απόγονος του θρόνου, διοικεί ένα από τα πέντε στρατιωτικά σώματα του Αχιλλέα.

 

Αυτά τα δύο νευραλγικά σημεία (επίκληση-γονιμοποίηση) είναι κατά τη γνώμη μας ατράνταχτα στοιχεία που τεκμηριώνουν την άποψη ότι ο λαός, που ήρωές τους ήταν ο Πηλέας και ο Αχιλλέας, κατείχε την κοιλάδα του Σπερχειού. Είναι αδιανόητο ο Σπερχειός ποταμός να λατρεύεται σε άλλη περιοχή ως θεός, τη στιγμή που ούτε τα νερά του προσφέρει εκεί, ούτε κάνει εύφορη τη γη, για να ανταμείβεται τιμητικά και ο ντόπιος βασιλιάς να προσφέρει την κόμη του διαδόχου του. Άλλωστε και η μεταφορά εκατό βοδιών ή πενήντα κριαριών από ένα μακρινό τόπο στις πηγές άλλου ποταμού φαντάζει αρκετά χρονοβόρα και επίπονη.

 

Μια άλλη απορία που πιθανόν να δημιουργείται αφορά τη σταθερότητα της ονομασίας του Σπερχειού και η ταύτισή του με την κοιλάδα του Μαλιακού κόλπου. Τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και άλλοι ιστορικοί ποιητές και συγγραφείς, συντήρησαν το όνομά του, συνδέοντάς το πάντα με την περιοχή της νυν Φθιώτιδας. Είναι λοιπόν γεγονός ότι ο ποταμός διαφύλαξε, όχι μόνο το όνομά του, αλλά και μια σταθερή  γεωγραφική ταύτιση με τη συγκεκριμένη κοιλάδα, που, όπως φαίνεται, για εκατοντάδες χρόνια κράτησε ζωντανές μνήμες και λαούς, που, είτε κοντά σ΄ αυτόν ή απομακρυσμένοι, συντήρησαν τους μύθους. Εκείνο όμως που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι ο Σπερχειός ποταμός , αποδεδειγμένα, από το 14ο αιώνα μ.Χ. και μετά, καταγράφεται με την ονομασία Ελλάδα. Μια ονομασία που αναβιώνει, ανεξήγητα, τη σχέση ανάμεσα σ΄ αυτόν και στο όνομα «Ελλάς», που ο Όμηρος δύο χιλιάδες περίπου χρόνια νωρίτερα αποδίδει στον αρχαίο λαό της περιοχής, τους Μυρμηδόνες, τους οποίους πρωτοσυναντάμε στην Τροία,  ενώ υποπτευόμαστε από τα κείμενά του, ότι εκεί, κοντά στις όχθες του ποταμού, θα υπήρχε είτε η περιοχή, είτε η πόλη Ελλάς. Η εντυπωσιακή αυτή σύνδεση της ονομασίας «Ελλάς», πότε με το Σπερχειό και πότε με την κοιλάδα του, δείχνει να μην είναι, ούτε αυθαίρετη αλλά ούτε και τυχαία, όταν μάλιστα, αποδεικνύεται μακροβιότατη και επίμονη.

 

Συμπερασματικά, η πατρίδα του Αχιλλέα βρίσκεται κοντά στον ποταμό Σπερχειό και την κοιλάδα του και αυτή η περιοχή, που πολλοί αποκαλούν «βασική Φθία», και που όπως υποστηρίζουν, συνδέεται πολιτικά με ένα είδος χαλαρής ομοσπονδίας με τα γύρω βασίλεια. Για να κατανοήσουμε τη χρήση της λέξης «Φθία» και στην ευρύτερη θεσσαλική ζώνη πρέπει να τονίσουμε ότι στα βόρεια σύνορα της «Βασικής Φθίας» απλώνεται μια ευρύτερη Φθία, που μερικοί την αποκαλούν «Μείζονα Φθία», που περιλαμβάνει τα άλλα οχτώ «θεσσαλικά βασίλεια», ίσως όχι όλα. Τη Φθία του Αχιλλέα την προσδιορίζουν ο Σπερχειός, η Άλος, η Αλόπη, η Τραχίνα, η Ελλάς και η Φθία.

 

           

 

Ο Αχιλλέας και η ονομασία «Ελλάς» -«Έλληνες»

                            

Οι μύθοι

 

Οι αρχαίοι ανέφεραν ένα φυλετικό μύθο, με τον οποίο ερμήνευαν την εθνική τους ονομασία Έλληνες, συνδέοντάς την με το όνομα του μυθικού γενάρχη Έλληνα, απ΄ τον οποίο προήλθαν όλα τα ελληνικά φύλα. Την ύπαρξη του Έλληνα δέχονταν ακόμα και οι μεγάλοι ιστορικοί της αρχαιότητας, όπως ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, που με τη σειρά τους επανέλαβαν, χωρίς συστηματικό έλεγχο, το «μυθικό αξίωμα» και στις επίσημες πλέον ιστορίες των Ελλήνων. Έτσι συνδέθηκε άμεσα η εθνική ονομασία με το γενάρχη, βασιλιά της Φθίας, τον Έλληνα, που είχε γιους τους υπόλοιπους γενάρχες των ελληνικών φύλων: Αίολο, Δώρο και Ξούθο. Ο μύθος, εάν τον παρακολουθήσουμε στην αφήγηση του Απολλόδωρου, αναφέρεται στο πανάρχαιο γεωλογικό φαινόμενο του κατακλυσμού, το οποίο ως γεγονός, είναι καταγεγραμμένο σε πολλές μυθολογίες αρχαίων λαών και η σύνδεσή του με την καταγωγή των Ελλήνων αποδεικνύει ότι οι Έλληνες συντηρούσαν στην παράδοσή τους παλαιές μνήμες και εμπειρίες, κοινές με πολλούς άλλους λαούς.

 

Σύμφωνα με τον ελληνικό μύθο, ο τιτάνας Προμηθέας συμβουλεύει το γιο του, βασιλιά της Φθίας, που ονομάζεται Δευκαλίων και έχει γυναίκα την κόρη του άλλου τιτάνα του Επιμηθέα, την Πύρρα, να φτιάξει μια κιβωτό για να σωθεί από τον επερχόμενο κατακλυσμό. Ο Δευκαλίων κατασκεύασε την κιβωτό και σ΄ αυτή κατέφυγε, μαζί με την Πύρρα, στις εννέα ημέρες που ο Δίας, με ασταμάτητη βροχή, πλημμύρισε τον κόσμο. Πνίγηκαν, λοιπόν, οι άνθρωποι και άλλαξε οριστικά η γεωλογική όψη της Ελλάδας. Όταν υποχώρησαν τα νερά και η κιβωτός σταμάτησε στον Παρνασσό, ο Δίας συμβούλεψε τους διασωθέντες να δημιουργήσουν και πάλι τους ανθρώπους, ρίχνοντας πίσω πέτρες και έτσι από την Πύρρα προήλθαν οι γυναίκες και από το Δευκαλίωνα οι άνδρες.

 

Το ζευγάρι όμως απέκτησε και τα δικά του παιδιά: τον Έλληνα, τον Αμφικτύονα και την Πρωτογένεια, (ενώ αναφέρονται και άλλα, όπως η Θυία, η Μελανθώ…). Αυτοί οι μετα-κατακλυσμιαίοι απόγονοι του Δευκαλίωνα απλώνονται στις γειτονικές περιοχές και συνδέονται επιγαμικά με άλλους βασιλικούς οίκους(;) Ο Αμφικτύονας βασίλεψε για λίγο κοντά στις Θερμοπύλες (στην Ανθήλη), όπου ίδρυσε την Πυλαία Αμφικτυονία,  κατόπιν πήγε στην Αττική, παντρεύτηκε την κόρη του Κραναού, τον εκθρόνισε και βασίλεψε για δέκα χρόνια, για να εκθρονισθεί και αυτός, με τη σειρά του, από τον Εριχθόνιο. Ο ΄Ελληνας παντρεύτηκε τη νύμφη Ορσηίδα και απέκτησε γιους, τους Αίολο, Δώρο και Ξούθο. Ο Ξούθος, ήρθε στην Αττική, παντρεύτηκε την κόρη του Ερεχθέα, την Κρέουσα και απέκτησε μαζί της δυο γιους, που αποτέλεσαν τους άλλους δυο γενάρχες: τον Αχαιό  και τον Ίωνα. Ο Αχαιός επέστρεψε στη Θεσσαλία, όπου γεννιούνται τα παιδιά του Άρχανδρος και Αρχιτέλης, τα οποία αργότερα ήρθαν στο Άργος, παντρεύτηκαν δυο Δαναϊδες (κόρες του Δαναού)  και κατέκτησαν την Πελοπόννησο (Αχαιοί).

 

Βέβαια, είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε χρονικά αυτά τα πρόσωπα, την ύπαρξή τους ή τη δράση τους, όμως η αναφορά του κατακλυσμού (παρ΄ ότι αναφέρονται και άλλοι κατακλυσμοί στους αρχαίους ελληνικούς μύθους π.χ. του Ωγύγη και του Δαρδάνου) είναι ένα στοιχείο που μπορεί να διασταυρωθεί  με τις αναφορές της Μεσοποταμίας, (για τον εκεί κατακλυσμό), τον οποίο οι επιστήμονες χρονολογούν περίπου στο 3.000 π.Χ.

  

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι ο μύθος εμφανίζει τις πρώτες ελληνικές φυλές ως βιολογικούς απογόνους του Έλληνα, που αναπτύσσονται στο χώρο της κεντρικής Ελλάδας, μάλιστα, στην ευρύτερη περιοχή της Φθίας, (και της Αττικής) σε κάποιο χρόνο ακαθόριστο. Φυσικά μόνο τα παιδιά του Έλληνα φέρουν το όνομα Έλληνες, ενώ οι άλλοι απόγονοι του Δευκαλίωνα φέρουν τοπικές ονομασίες (Βοιωτός, Οπούντας, Μάγνητας, Μακεδόνας, Δελφός). Ο Όμηρος συντηρεί την τοπική φυλετική διαίρεση και μνημονεύει τις ονομασίες, άμεσα όμως με το όνομα Έλληνες συνδέει  μόνο τους Μυρμηδόνες. Κατά μια άλλη εκτίμηση, οι Έλληνες είναι ένα μικρό φύλο, πολεμικό, που συμβιώνει μαζί τους στη Φθία και έχει βασιλιά το γενναιότερο από τους ήρωες, τον Αχιλλέα.

 

Η πρώτη, λοιπόν, πιστοποιημένη σχέση του συγκεκριμένου λαού, των Ελλήνων, με ένα πρόσωπο της εξουσίας και με ένα γεωγραφικό χώρο, ζωής και δράσης τους είναι αυτή που κατατίθεται στην Ιλιάδα στο σχήμα: Έλληνες- Αχιλλέας (βασιλιάς)- Ελλάς, Φθία (πατρίδα).

 

               

Τα ελληνικά κείμενα- οι ετυμολογήσεις

 

Όπως προαναφέρθηκε, ο Όμηρος καταγράφει τη σχέση Ελλάς- Έλληνες για το λαό του Αχιλλέα, που εξεστράτευσε στην Τροία, δηλαδή για τους Μυκηναίους της Φθίας, χωρίς να χρησιμοποιεί ποτέ τον όρο ΄Ελληνες ως εθνικό τους όνομα. Τους ονομάζει συστηματικά μόνο Αχαιούς, Παναχαιούς, Δαναούς, Αργείους και τη λέξη Έλληνες, που τη γνωρίζει και ως ονομασία τόπου και ως ονομασία λαού, την αποδίδει αποκλειστικά στους στρατιώτες του Αχιλλέα.

  

Το ζήτημα της χρονικής εμφάνισης του ονόματος Ελλάς- Έλληνες και της επέκτασής του σε όλα τα φύλα προβλημάτισε τους πεπαιδευμένους ανθρώπους της αρχαιότητας. Διαβάζοντας προσεκτικά τον Όμηρο παρατηρούμε ότι οι ονομασίες Ελλάς και Έλληνες είναι γνωστές πριν τον  Τρωικό πόλεμο και  κατά τον 9ο ή 8ο αιώνα που ζει ο ποιητής εξακολουθούν να παραμένουν ανίσχυρες και περιορισμένες γεωγραφικά. Γιατί αδρανοποιήθηκε η δυναμική της και πάγωσε η έξοδός της από την κοιλάδα του Αχιλλέα; Ίσως φταίνε οι μεγάλες πληθυσμιακές αναστατώσεις και ο πνευματικός μεσαίωνας που ακολούθησε την κάθοδο των Δωριέων.

 

Ο Ησίοδος (8ος αιώνας π.Χ.) γνωρίζει πολύ καλά την ονομασία Ελλάς- Έλληνες- Πανέλληνες και την έξοδό της από τη Φθία, δεν την αποδίδει αποκλειστικά στους Μυκηναίους Αχαιούς και ούτε την επικαλείται με άνεση, επειδή ακόμα δεν έχει επικρατήσει παντού.

 

Ο μεγάλος ιστορικός της αρχαιότητας Θουκυδίδης δέχεται ότι η ονομασία Έλληνες εμφανίζεται στη Φθία κι από εκεί εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι οι Έλληνες ονομάζονταν Γραικοί , πριν τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα  και ο Απολλόδωρος υποστηρίζει κάτι παρόμοιο, ότι δηλαδή «ο Έλλην έδωσε το όνομά του στους Έλληνες , που ως τότε λέγονταν Γραικοί».

 

Με όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται πως η ονομασία Έλληνες έχει χρονική αφετηρία, εμφανίζεται δηλαδή από ένα χρονικό σημείο και μετά στο λαό των Ελλήνων, μάλιστα δε, εδραιώνεται σε χώρο, που σχετίζεται με τους Μυρμηδόνες και το βασίλειο του Αχιλλέα.

 

Πολλοί ερευνητές θεωρούν ως τόπο εμφάνισης του ονόματος Έλλην τη Δωδώνη και το φύλο που μετέδωσε την ονομασία, είναι ένα μικρό φύλο που διέμεινε εκεί και ονομαζόταν Ελλοί ή Σελλοί. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η ονομασία Ελλάς προήλθε από τον Έλλοπα, το γιο του Ίωνα, από τον οποίο ονομάστηκε Ελλοπία η χώρα της Δωδώνης. Η άποψη αυτή που συνδέει τους Έλληνες με την Ήπειρο, βρίσκει σύμφωνους πολλούς επιστήμονες, που θεωρούν ότι, Έλληνες ονομάστηκαν μια ομάδα, ένα ελληνικό αιολικό φύλο, που ζούσε στην Ήπειρο και μετανάστευσε στη Φθία, πριν τον Τρωικό πόλεμο.

 

Άλλοι υποστηρίζουν ότι το όνομα συνδέεται με την Αμφικτυονία των Δελφών, την ένωση, δηλαδή, των ελληνικών πόλεων γύρω από το Δελφικό ιερό. Είναι γεγονός ότι οι συνασπισμένοι λαοί σε μια πολιτικο-θρησκευτική ένωση, μόνο αυτοί ονομάζονταν ‘Ελληνες και πραγματικά μόνο αυτοί είχαν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς αγώνες. Η αναφορά του μύθου για τον Αμφικτύονα, τον αδελφό του ΄Ελληνα, που βασίλεψε στις Θερμοπύλες και στην Αθήνα, ενδυναμώνει αυτή την άποψη.

 

Η Πυλαία Αμφικτυονία και η Δελφική, αποτελούν μια περίτρανη απόδειξη για τη σημασία που είχε ο θεσμός για τους Έλληνες. Το όνομα των Δελφών προέρχεται από κοινή ρίζα με τις λέξεις δελφύς (= μήτρα) και αδελφός. Δελφοί ίσως σημαίνει αδελφότητα, ένωση αδελφικών (συγγενικών) φύλων. Μήπως η λέξη αυτή τα λέει όλα, γιατί σημαίνει τον ιερό χώρο, την κοινή μήτρα ανάπτυξης των Ελλήνων;  Ο μύθος αναφέρει ότι η κιβωτός του Δευκαλίωνα σταμάτησε πάνω στον Παρνασσό και εκεί αναπτύχθηκαν ξανά οι άνθρωποι. Αναφέρει επίσης ότι ο επώνυμος ήρωας των Δελφών, ο Δελφός, φέρεται να είναι εγγονός του Δευκαλίωνα.

 

Οι λέξεις Ελλάς- Έλληνες βρέθηκαν συχνά στο επίκεντρο της έρευνας και η προσπάθεια ετυμόλογησής τους δημιούργησε μια αρκετά μεγάλη φιλολογία εικασιών, είτε για την προέλευσή τους, είτε για το νόημά τους. Η σύγχυση είναι αναπόφευκτη, γιατί πολλές ελληνικές λέξεις δημιουργούν αυτή την αίσθηση, ότι πράγματι βρίσκονται κοντά στη σημασία των ονομάτων Ελλάς- Έλληνες:

 

Ελλός-Έλλοψ= ο άφωνος, ο άλαλος.

Ελλοί (κατά τον Πίνδαρο), Σελλοί (κατά τον Όμηρο)= οι ιερείς της Δωδώνης.

Ελλοπία-Έλλοπες= η χώρα και οι κάτοικοι της Δωδώνης.

Σελήνη-Σέλας= το φως, ο φωτεινός, η Σελήνη (έχουν κοινή ρίζα με τη λέξη ήλιος).

Ελάνη- Ελήνη- Ελένη= η λαμπάδα, το φως.

Έλλη= κόρη του Αθάμαντα (ενδεχομένως και σεληνιακή θεότητα).

Ελλά ( Δωρικά)= ο θείος θρόνος, η ιερή πέτρα.

  

Ένα άλλο ερώτημα είναι ποιος προηγήθηκε χρονικά, η Ελλάς (τοπωνύμιο) ή οι Έλληνες (ονομασία λαού);

 

Αυτή η γραμματική ασυμφωνία μας υποδεικνύει ότι δεν πρέπει τόσο εύκολα να απορρίπτουμε τους μύθους, στους οποίους προηγείται χρονικά ο μετα-κατακλυσμιαίος βασιλιάς Έλλην και ακολουθούν οι απόγονοί του, που από αυτόν ονομάσθηκαν Έλληνες και πιθανόν η περιοχή που έζησαν Ελλάς. Αυτή η εκδοχή συνάδει και με άλλους θεσσαλικούς μύθους, αφού ο γιος του Φθίου, ο Έλληνας, φέρεται να είναι αυτός που ίδρυσε μια πόλη, που την ονόμασε Ελλάς. Αυτή τη λογική εκδοχή ενισχύει και το γεγονός ότι το ίδιο όνομα δόθηκε και σε πριγκίπισσες των βασιλικών οίκων, αφού σύμφωνα με τους μύθους ο εγγονός του Έλληνα, ο Αθάμας, ονομάζει την κόρη του Έλλη!

 

Αν παρατηρήσουμε τις πρακτικές λατρείας των ιστορικών χρόνων, οι οποίες δεν αποκλείεται να προέρχονται από τη μυκηναϊκή εποχή, μπορούμε να εικάσουμε ότι ο Έλληνας ή η Έλλη, μορφές που λατρεύτηκαν, μετέφεραν διαδοχικά το όνομά τους σε κάποιο λατρευτικό κτίσμα και από αυτό το κτίσμα ονομάστηκε με την ίδια ονομασία ο γύρω χώρος. Συγγενική και αξιοπρόσεκτη είναι η προσπάθεια ερμηνείας του ονόματος Ελλάς, από τον ιστορικό Αντώνιο Χαντζή, ο οποίος αναφέρει ότι το όνομα προήλθε από την πόλη Έλλα, ή Έλλη , ή έστω το ιερό της θεάς Έλλης, που υπήρχε κοντά στον ποταμό Σπερχειό, που κι εκείνος, ή ένα μέρος της ροής του έφερε το όνομα Ελλάς. Συνεπώς, από τη λέξη Έλλη ή Έλλα, παράγεται η λέξη Έλλην, που δηλώνει τον κάτοικο της πόλεως Έλλης και από την ίδια λέξη, την Έλλη, παράγεται η λέξη Ελλάς, που ήταν επίθετο, που συνόδευε το ουσιαστικό ροή, που σημαίνει το ρου, τον ποταμό (ελλάς ροή).

  

Πολλοί αρνούνται την ύπαρξη πόλης ή ιερού της Έλλης, που άλλωστε, ούτε καταμαρτυρείται, ούτε βρέθηκε ποτέ, όμως το ότι δε βρέθηκε ακόμα κάποιο ιερό κοντά στο Σπερχειό, αυτό δε σημαίνει ότι ποτέ δεν υπήρξε.

 

Ένα άλλο στοιχείο που μπορεί να βοηθήσει στην ετυμολογία, είναι το νόημα που έχουν τα κύρια ελληνικά ονόματα των γεναρχών, τα οποία προέρχονται, ως ελληνικές λέξεις, από ρίζες που σημαίνουν νερό. 

 

Ο Δευκαλίων από το δευ, του ρήματος δεύω, που σημαίνει βρέχω.

 

Ο έγγονός του, ο Αχαιός, από το akw = νερό.

 

Ο Δαναός (Δαναοί) από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα danu που σημαίνει νερό και που συναντάται στα ονόματα πολλών ποταμών: Απιδανός, Δούναβις, Ροδανός κ.ά.

 

Ο Ίωνας από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα is, που σημαίνει θεραπεία, ορμή.

 

Σχέση όμως με το νερό έχει και ο Αχιλλέας, που παράγεται από την ίδια ρίζα με τη λέξη Αχαιός, ενώ και ο ίδιος λατρεύτηκε και ως θεότητα των υδάτων. Εντυπωσιακή είναι και η σχέση της βασιλικής γενιάς των Ελλήνων / Μυρμηδόνων της Ιλιάδας με το νερό και τις Νηρηϊδες, αφού ο Αιακός, γιος του ποταμού Ασωπού, παντρεύεται τη Νηρηϊδα Ψαμάνθη και ο γιος του Πηλέας τη Νηρηϊδα Θέτιδα. Πολλά λοιπόν ελληνικά μυθικά ονόματα γεναρχών έχουν νοηματική σύνδεση με το νερό, που δε χάνεται από γενιά σε γενιά.

  

Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό καταθέτουμε την ισχυρότερη, κατά την άποψή μας, πιθανότητα προέλευσης- ετυμολόγησης των λέξεων Έλλην-Ελλάς:  Ο Έλλην, είναι πιθανόν, σύνθετο όνομα και το νόημα της λέξης προέκυψε από το ελ, ρίζα του ρήματος είλω και ειλέω, που δηλώνει συμπίεση, συσσώρευση, συγκέντρωση, αλλά και περιστροφή-  έλιξ και τη λέξη  λάας/ λας, που σημαίνει λίθος και λαός. Προήλθε λοιπόν η λέξη έλλα, που αρχικά σήμαινε ο χώρος συγκέντρωσης λαών. Ο χώρος αυτός ήταν διοικητικό και λατρευτικό κέντρο, παραποτάμιο, ήταν πόλισμα που είχε τις δικές του αρχές (βασιλιά). Η πόλη αυτή ονομάστηκε Έλλα, που σήμαινε το κέντρο της πρώτης αρχέγονης αμφικτυονίας των Ελλήνων, όπου η κοινή ιερή λατρεία αφορούσε ιεροπραξίες για την ευυδρία και γονιμότητα, κοντά στον ποταμό, που κατ΄ επέκταση ονομάστηκε Ελλάς, ενώ ο τελεστής (των αιματηρών ιεροπραξιών) ήταν αυτός που σύναζε τους ομόφυλους λαούς, ο Έλλην, ως βασιλεύς των αμφικτυόνων, αφού σ΄ αυτές τις κοινωνίες, πράγματι, ο βασιλιάς ήταν και ιερουργός. Στη συνέχεια, ο Αμφικτύονας, ως αδελφός του Έλληνα και ως άμεσα συμμετέχων στο θεσμό, έδωσε στις αμφικτυονίες την επίσημη ονομασία, μορφή και λατρεία μέσα στην κοιλάδα του Σπερχειού, στο ναό της Πυλαίας Δήμητρας, στην αρχαία πόλη Ανθήλη. Η σημασία της λέξης έχει κάποια σχέση και με το νερό, επειδή από τη ρίζα ελ (ομόηχη, αλλά αποκλίνουσα νοηματικά), παράγεται η λέξη έλος, γι΄ αυτό και ο ποταμός Σπερχειός, ή ένα μέρος της ροής του, εύκολα και συνηχητικά, ονομάστηκε Ελλάς.

 

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν καταλήγουμε με τις εξής διαπιστώσεις:

 

Υπήρξε προ-κατακλυσμιαίο όνομα ή έστω, προμυκηναϊκό των Ελλήνων, που ίσως ήταν Γραικοί. Ο Δευκαλίων  δεν έδωσε το όνομά του στους απόγονους λαούς, αν και υπήρξε ο «δημιουργός» τους και  πατριάρχης. Ίσως αυτό δείχνει ότι «φυλετικά» το θεωρούσε δεδομένο ότι ανήκε κάπου, ή ίσως αυτό σημαίνει πως, μετά από χρόνια, λόγω αύξησης του πληθυσμού, επιβαλλόταν κι άλλη ονομασία, την οποία έδωσε ο Έλλην και όχι ο Αμφικτύονας ή η Πρωτογένεια, που σημαίνει ότι μόνο το 1/3  ή το ¼  των   απογόνων του υπήρξαν οι Έλληνες. Οι άλλοι ήταν Λοκροί και Βοιωτοί (Γραικοί), γι΄ αυτό το όνομα άργησε να εξαπλωθεί. Υπήρξαν όμως όλοι Αμφικτύονες, γείτονες και συγκάτοικοι της μήτρας (γης), κατά το μύθο με τις πέτρες (λάας) του Δευκαλίωνα ή μιας πόλης συνάθροισης και ενός ιερού, της ευυδρίας και της γονιμότητας, κοντά στο Σπερχειό, που λεγόταν Ελλάς. Η πόλη Έλλα, που δημιουργήθηκε ήταν διοικητικό κέντρο, ένα κέντρο με κοινή προγονική λατρεία και με ηγέτες- ιερουργούς κοντά σε ποταμούς, αφού ως φύλα έχουν σχέση με το νερό, όπου υπήρχε το ιερό και πιθανόν να φυλασσόταν λατρευτικά και κάποιος λίθος, από εκείνους που έριξε ο Δευκαλίωνας. Ο ιερός ποταμός Σπερχειός (ο Ελλάς) πότιζε την ιερή χώρα που έθρεφε τους πρώτους λαούς. Οι λατρευτικές τελετές, που ίσως να συνδέονται με αιματηρές θυσίες, ήταν αφιερωμένες στη γονιμότητα και στην ευφορία και ίσως να αφορούσαν την Έλλη.  Τα πρόσωπα Έλλη- Έλλην έχουν αφετηρίες χρονικές, τελετουργιών.

    

Ο μόνος βασιλιάς, που σχετίζεται άμεσα (ως προς την καταγωγή) με περιοχή που αποδεδειγμένα ονομάζεται Ελλάς και λαό που αποδεδειγμένα, επίσης, ονομάζεται Έλληνες είναι ο Αχιλλέας, που εκπροσωπεί το συγκεκριμένο φύλο, πολιτικά, στρατιωτικά και γεωγραφικά.

 

        

ΟΙΚΙΣΤΙΚΟΙ- ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

 

Καθοριστικά δεδομένα στην προσπάθεια εντοπισμού των θέσεων των αρχαίων πόλεων Φθίας και Ελλάδας, μπορούν ν΄ αποτελέσουν οι αυθεντικές περιγραφές του Ομήρου στην Ιλιάδα, η γνώση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών  της εποχής εκείνης, καθώς και τα τοπογραφικά κριτήρια επιλογής και η τεχνοτροπία των σπουδαιότερων αχαϊκών κέντρων και οικισμών, όπως προσδιορίζονται από μαρτυρίες, κυρίως, του Στράβωνα και του Αριστοτέλη, για τις θέσεις των μυκηναϊκών πόλεων.

 

Γνωρίζοντας τα παραπάνω, ένας σύγχρονος ερευνητής μπορεί να κάνει τον ίδιο περίπου οικιστικό συλλογισμό, που έκαμαν οι πρόγονοί μας, προκειμένου να χτίσουν τις πόλεις τους, λαμβάνοντας υπόψη και τα εξής: Η κοιλάδα του Σπερχειού κατοικείται από τη νεολιθική τουλάχιστον εποχή μέχρι σήμερα, όπως πιστοποιείται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Η άριστη γνώση των σημερινών τοπογραφικών δεδομένων και ευρημάτων της περιοχής. Ο τόπος κατοικίας έπρεπε να εξασφαλίζει παραγωγική δραστηριότητα (γεωργική κυρίως), αλλά και φυσική ή τεχνητή οχύρωση. Η γνώση του συστήματος οργάνωσης και διοίκησης της μυκηναϊκής κοινωνίας που προέβλεπε την ύπαρξη ενός «κέντρου» και περιμετρικά άλλων περιφερειακών πολισμάτων.

  Αναφέρουμε συνοπτικά το σύνολο των προϋποθέσεων- κριτηρίων των οικιστικών, στρατηγικών και οικονομικών κανόνων που λάβαιναν υπόψη τους οι Μυκηναίοι, προκειμένου να θεμελιώσουν τις πόλεις τους:

 

·         Το κέντρο έπρεπε να βρίσκεται πάνω σε ύψωμα που να έχει μεγάλη ορατότητα, με δύο ή και περισσότερα υψώματα τριγύρω, για να του παρέχουν ασφάλεια.

 

·         Τα αχαϊκά και κυρίως τα ναυτικά κέντρα, ήταν χτισμένα στην αρχή περίπου κάποιας πεδιάδας, που κατέληγε στη θάλασσα και δια μέσου των πολισμάτων που παρεμβάλλονταν μεταξύ των, υπήρχε συνεχής επαφή με τους θαλάσσιους δρόμους.

 

·         Η ύπαρξη κάποιου πλωτού ποταμού ήταν καθοριστική για την οικονομία και το εμπόριο, γιατί όχι μόνο άρδευε την πεδιάδα, αλλά ήταν και ένας άριστος υδατόδρομος που συνέδεε το κέντρο με την παραλία και με τις παρακείμενες ηπειρωτικές περιοχές.

 

·         Ο λόφος πάνω στον οποίο ήταν κτισμένο το κέντρο, έπρεπε να έχει άμεση πρόσβαση στην πεδιάδα, να βρίσκεται στην απόληξη κάποιου ορεινού συγκροτήματος και στο τέρμα σημαντικών περασμάτων που κατέληγαν σ΄ αυτό.

 

·         Ο λόφος αυτός έπρεπε να ελέγχει και μια εύφορη «ιδιωτική» περιοχή, έτσι ώστε η οικονομία του κέντρου να παρέμενε αυτάρκης.

 

·         Η ύπαρξη νερού –πηγές ή ποτάμια- γύρω από το μυκηναϊκό κέντρο ήταν ο πιο σοβαρός παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης και αυτοτέλειας.

 

·         Κάθε κέντρο έπρεπε να προφυλάσσεται ολόγυρα από μικρότερα πολίσματα, που ήταν διάσπαρτα μέσα στην περιοχή του ομοσπονδιακού κράτους, στα οποία ασκούσε την εξουσία.

 

·         Τη στρατηγικότητα των αχαϊκών κέντρων λάμβαναν υπόψη οι επερχόμενοι λαοί και ιδίως αυτοί των ελληνιστικών χρόνων, όπως διαπιστώνεται από τη συνεχή κατοίκηση.

 

 

 

ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥΝ ΣΤΟΝ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟ ΤΗΣ ΟΜΗΡΙΚΗΣ ΦΘΙΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΣΠΕΡΧΕΙΟΥ

 

 

Η κοιλάδα του Σπερχειού, όπως κάθε άλλη περιοχή στην Ελλάδα με παρόμοια γεωμορφολογία, δε θα αποτελούσε ποτέ μια τυχαία επιλογή εγκατάστασης, κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Εύφορη γη, με ευρύτατη παραποτάμια ζώνη, με πολλούς γόνιμους λόφους, πλούσια βλάστηση, νερά, πηγές, πολύ κοντά στη θάλασσα, δημιουργούσε όλες τις ευνοϊκές προϋποθέσεις φιλοξενίας διερχόμενων πληθυσμών και ανάπτυξης μόνιμων και σταθερών εγκαταστάσεων.

  

Προστατευμένη με τα φυσικά όρια της Οίτης και της Όθρης, με γεωγραφικά περάσματα προς τη Θεσσαλία και την υπόλοιπη Στερεά, με το πλεονέκτημα του Σπερχειού, με πρόσβαση στη θάλασσα, με κλίμα ήπιο, με θερμές πηγές, αποτέλεσε περιζήτητη γεωγραφική θέση και, όπως μαρτυρούν τα επιφανειακά αρχαιολογικά ευρήματα, κατοικήθηκε από τα πανάρχαια χρόνια.

 

Αυτήν την κοιλάδα, του Σπερχειού, επιλέγει ο Όμηρος να συνδέσει με τη μεγαλύτερη μορφή της ελληνικής μυθολογίας και της ελληνικής προϊστορίας, του Αχιλλέα. Εκεί εστιάζει την ιδιαίτερη πατρίδα του, το βασίλειό του, το λαό του. Ένα πραγματικό βασίλειο των μυκηναϊκών χρόνων, με γεωγραφικά όρια, έδαφος, πόλεις, λαούς, ηγέτες, δική του ιστορία. Ακόμα και σήμερα κάθε μνεία του μοιάζει άπιαστο όνειρο, μια ουτοπία, αφού στις μέχρι στιγμής εντοπίσεις (εκτός κοιλάδας) τίποτε ουσιαστικό δε βρέθηκε, που να συνδέει την ύπαρξη του Αχιλλέα με κάποια περιοχή.

  

Οι Φθίες των ιστορικών χρόνων είναι πόλεις που απόκτησαν το όνομά τους με άγνωστες διαδικασίες, όμως είναι σίγουρο ότι έχουν ελάχιστη σχέση με την ιστορία του Αχιλλέα. Στους ιστορικούς χρόνους άλλαξαν πολλά, γιατί προηγήθηκε η Κάθοδος των Δωριέων, η μετακίνηση των Θεσσαλών, πόλεις, βασίλεια, κάτοικοι άλλαξαν θέση και ο πολιτικός χάρτης αναδομήθηκε. Την πατρίδα του Αχιλλέα αναζητήσαμε και στους μύθους, θεωρώντας ότι έχει πολλά να δώσει στην έρευνα.

  

Τα συμπεράσματά μας οδηγούν στην κοιλάδα του Σπερχειού, που στους λόφους της και στα ερείπια των καστροπολιτειών της κρατά τα λείψανα του βασιλείου του Πηλέα, το ανάκτορο, τις οχυρώσεις, αντικείμενα, πήλινες πινακίδες, βασιλικούς τάφους…, όλα είναι πιθανά. Τα στοιχεία που συνηγορούν στον τοπογραφικό πλέον εντοπισμό της Φθίας και Ελλάδας στο δυτικό τμήμα της κοιλάδας του Σπερχειού, επιγραμματικά είναι:

 

·         Ο ποταμός Σπερχειός αναφέρεται ξεκάθαρα στη ραψωδία Ψ 144-147 της Ιλιάδας ως αναπόσπαστο τμήμα της ποθητής πατρίδας του Αχιλλέα.

 

·         Το τριήμερο ταξίδι επιστροφής του Αχιλλέα στη Φθία, που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. «Ήματι και τριτήτω Φθίην ερίβωλον ικοίμην (σε τρεις μέρες φθάνω στη Φθία την καρποφόρα, Ιλιάδα ΙΧ 357). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας  την πρώτη ημέρα θα έφθαναν με τα καράβια στη Σκύρο, τμήμα της επικράτειας του Πηλέα, όπου και διανυκτέρευαν. Τη δεύτερη ημέρα θα αγκυροβολούσαν στο Μαλιακό και την Τρίτη ημέρα θα άρχιζε η ανάβαση στον πλωτό, τότε, Σπερχειό. Ο Σπερχειός παράγεται από το ρήμα σπέρχω που σημαίνει: τρέχω με ορμή, αλλά και κωπηλατώ μετά σπουδής. Την πλευσιμότητα του Σπερχειού την ενισχύουν η ύπαρξη τοπωνυμίων στην Καστρόρραχη Λίμνη και Σκάλα, η ανεύρεση σε παρόχθιους βράχους χάλκινων κρίκων, η μεγάλη ποσότητα νερού του ποταμού, η μαρτυρία του Παυσανία ότι στην κλασική εποχή χρειαζόταν ζεύξη για να περαστεί. Δεν αποκλείεται και το ενδεχόμενο να είχε κατασκευαστεί για το σκοπό αυτό κάποιο παραποτάμιο, παράπλευρο κανάλι, κάτι που συνήθιζαν οι Αχαιοί.

 

·         Η αναφορά του παιδαγωγού του Αχιλλέα, του Φοίνικα, ότι μπορούσε να τον αναθρέψει και να κυβερνάει ταυτόχρονα και το βασίλειό του, τη Δολοπία, η οποία, γεωγραφικά, εκτεινόταν στην περιοχή του Τυμφρηστού.

 

·         Ο Αχιλλέας, θρηνώντας το νεκρό φίλο του Πάτροκλο, τονίζει πως ο θάνατός του είναι η μεγαλύτερη συμφορά και από το αν μάθαινε ότι πέθανε ο πατέρας του ο Πηλέας στη Φθία. (Τ 319-325).

 

·         Ο Νέστορας εξιστορεί στον Πάτροκλο, με πολλές λεπτομέρειες, πως ο Αχιλλέας τον υποδέχθηκε στα ανάκτορα του αυτόν και τον Οδυσσέα, πριν την εκστρατεία. (Λ 762-778).

 

·         Οι Μυρμηδόνες διέθεταν αξιόλογο ιππικό. Η εριβώλακα Φθία ήταν κατάλληλη για την εκτροφή και γύμναση αλόγων. Η ονομασία «Φάλαρα», που σημαίνει χαλινάρια-χάμουρα, και που δόθηκε σε αρχαία ομηρική πόλη του ανατολικού βασιλείου του Αχιλλέα (σημερινή Στυλίδα), ενισχύει το συλλογισμό μας.

 

·          Η αναφορές αρχαίων συγγραφέων καθώς και νεότερων, Ελλήνων και ξένων.

 

·         Η σύνδεση του Αχιλλέα με τα ιαματικά νερά, λόγω του γνωστού προβλήματός του στο πόδι. Η περιοχή μας διαθέτει άφθονες ιαματικές πηγές (Πλατύστομο, Αρχάνι, Παλαιοβράχα).

 

·         Η ύπαρξη μεταλλείων χαλκού στο Αρχάνι.

 

·         Η ετυμολόγηση του ονόματος «Πηλεύς». Το όνομα συνδέεται με τη λέξη πηλός. Τα άφθονα, διάσπαρτα κεραμικά θραύσματα στη δυτική Φθιώτιδα πιθανόν να συνδέονται με την πηλοπλαστική τέχνη και παράδοση, που το όνομα Πηλέας αποτυπώνει και εκφράζει.

 

 

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΔΥΤΙΚΗΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ

 

Οι παρυφές της δυτικής κοιλάδας του Σπερχειού εμφανίζουν περιοχές με λείψανα παλαιών πολιτισμών, γνωστές στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, αλλά ελάχιστα ερευνημένες. Και τούτο διότι η τοπική Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι αναγκασμένη να πραγματοποιεί μονάχα σωστικές επεμβάσεις, κυρίως στην ανατολική Φθιώτιδα και Λοκρίδα, όπου η ανοικοδόμηση είναι πυκνή και τα έργα οδοποιϊας σημαντικά.

  

Το ότι όμως αυτές οι περιοχές έχουν ερευνηθεί ικανοποιητικά και δεν βρέθηκαν εκεί ίχνη της ομηρικής Φθίας ή Ελλάδας, μας επιτρέπει να υποστηρίζουμε δυναμικά την άποψη ότι τα διοικητικά κέντρα της Φθίας και της Ελλάδας συγκεντρώνουν σοβαρές πιθανότητες να κείτονται θαμμένες στις δυτικές παρυφές της κοιλάδας του Σπερχειού. Οι περιοχές που κείτονται στη  δυτική παρόχθια-παραποτάμια κοιλάδα του Σπερχειού, και που παρουσιάζουν αρχαιολογικό ενδιαφέρον, όπως εμφανίζονται στην τοπική, κυρίως, βιβλιογραφία, είναι οι εξής:

                                                  

Μακρά Κώμη

  

Η αρχαία Μακρά Κώμη φαίνεται να χτίστηκε από τους Αινιάνες στους λόφους Προφήτη Ηλία και Αστέρια, κοντά στο Πλατύστομο. Οι Αινιάνες αντιλαμβανόμενοι τη στρατηγική σπουδαιότητα του σημείου, έχτισαν την πόλη τους κάτω από από το λόφο του Προφήτη Ηλία, νοτιοανατολικότερα από τη θέση Αστέρια. Την ακρόπολή της την έχτισαν στην κορυφή των δύο λόφων. Αναφορά στην πόλη κάνει ο Ρωμαίος ιστορικός Λίβιος. Η χρονολόγηση των άφθονων κεραμικών οστράκων ανάγει τα τείχη της στην ελληνιστική και κλασσική εποχή.

  

Σήμερα, σώζονται σημαντικά υπολείμματα του τείχους, ισοδομικού κυρίως τύπου, που κάποτε είχε μήκος 1550 μ. περίπου και ήταν ενισχυμένο με πυργίσκους, που έφεραν πύλες με σκαλοπάτια. Προς τα ανατολικά ίσως υπήρχε τριπλή οχύρωση, για λόγους υψίστης ασφαλείας. Μέσα στην ακρόπολη και στις πλαγιές των λόφων βρέθηκαν κατά καιρούς, από τους αγρότες, επιτύμβιες επιγραφές, καθώς πήλινοι κι ορειχάλκινοι αμφορείς.

 

Καταστράφηκε το 198 π.Χ. από τους Αιτωλούς. Παρουσιάζει ενδιαφέρον για την έρευνά μας γιατί πολύ πιθανόν να ταυτίζεται με την ομηρική Φθία.

 

                                 

Ελληνικά- Σπέρχειες

  

Ανάμεσα στους οικισμούς Άνω και Κάτω Φτέρης, υπάρχουν ερείπια πανάρχαιων τειχών μιας ακρόπολης, πάνω σε ένα διπλό λόφο, με υψόμετρο 600 μ., από όπου κανείς μπορεί να επιβλέπει ένα μεγάλο μέρος της κοιλάδας του Σπερχειού. Τα τείχη αποτελούνται από δύο ή τρεις σειρές ογκόλιθων πάχους 1.50- 2,50 μ. και φέρουν επτά πύργους. Η κύρια πύλη της ακρόπολης τοποθετείται Β.Α., όπου διακρίνονται ίχνη πέτρινης κλίμακας. Το εσωτερικό χωρίζεται σε τέσσερα μέρη με λεπτότατα τείχη, όπου υπάρχουν ίχνη κτισμάτων που, προφανώς, διέμειναν οι άρχοντες. Μέσα στα τείχη του οχυρού, αλλά και γύρω από αυτό, κείτονται άφθονα κεραμικά όστρακα. Στα αξιοσημείωτα ευρήματα καταγράφεται ένα άγαλμα της Αφροδίτης, του 1ου π.Χ. αιώνα, που βρέθηκε το 1972, κοντά στην Άνω Φτέρη.

  

Την τοποθεσία αυτή, με την ακρόπολη, τη μνημονεύει ο ιστορικός Τίτος Λίβιος, ως Σπέρχειες και ακόμη ότι καταστράφηκε το 198 π.Χ., επίσης από τους Αιτωλούς. Η ίδια τοποθεσία διατηρεί ταυτόχρονα και το παλαιότερο τοπωνύμιο «Ελληνικά». Αυτό γεννά κάποια ερωτηματικά και είναι ενδεχόμενο να αναφέρεται στα ερείπια πόλης Ελλάδας, που ως χώρος ξανακατοικήθηκε κατόπιν. Η άποψή μας είναι ότι το φρούριο αυτό, μαζί με αυτά της Καστρόρραχης και Τραπεζόρραχης, ίσως να αποτελούσαν κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, ένα τριγωνικό ψηφιδωτό προστασίας της πόλης Σπέρχειες, που βρισκόταν χτισμένη ανατολικότερα, στην τοποθεσία Διασέριανη.

 

Οι έρευνες της ΙΔ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων εδώ ήταν επιφανειακές και δεν προσδιόρισαν κάτι το σημαντικό. 

 

                                             

Τραπεζόρραχη

  

Μεταξύ της Φτέρης και της Λευκάδας, δεσπόζει ο λόφος της Τραπεζόρραχης, που αποκαλείται και Ιτιά. Εκεί υπάρχει ένα μικρό τμήμα αρχαίου τείχους, μήκους 25 μ. περίπου, επιχωματωμένο, διακρινόμενο ελάχιστα στα δυο του άκρα. Στη Β.Α. πλευρά του λόφου υπάρχουν διάσπαρτα άφθονα όστρακα κεραμικών, αρχαϊκής εποχής. Παλιότερα, στη θέση Ιτιά, βρέθηκε τμήμα πήλινου αγωγού. Τα στοιχεία αυτά μας σχηματίζουν τη γνώμη ότι εκεί υπήρχε φρούριο με κάποιο άγνωστο πόλισμα. Άξιο αναφοράς είναι η εύρεση δύο αγαλμάτων, από κατοίκους της Φτέρης. Ενός χάλκινου αγάλματος εφήβου, του 5ου π.Χ. αιώνα, που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών και ενός ακέφαλου μαρμάρινου αγάλματος γυναικός, του 1ου μ.Χ. αιώνα, που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λαμίας.

 

                                         

Καστρόρραχη

  

Στη βορειότερη πεδινή περιοχή της Φτέρης, στη δεξιά όχθη του Σπερχειού, απέναντι από τη Βίτωλη, κείτεται ένας απότομος λόφος, ύψους 310 μ., με δύο επίπεδες κορυφές, που οι ντόπιοι ονομάζουν Καστρόρραχη και Μηλόρραχη. Περιμετρικά σώζονται τείχη αρχαίου κάστρου, πάχους 1,50 μ.- 2,50 και μήκους περίπου 2 χλμ. σε κάποια σημεία η τειχοδομία παρουσιάζει δύο ρυθμούς οικοδόμησης. Το χαμηλότερο σημείο(βάση) φέρει κυκλώπεια κατασκευή και πάνω σ΄ αυτή χτίσθηκαν τα νεότερα ισοδομικά (ελληνιστικά) τείχη, ως επιδιορθώσεις ή προεκτάσεις των υπαρχόντων. Το κάστρο πρέπει να έφερε γύρω στους 25 πύργους, πράγμα που φανερώνει τη σπουδαία οχυρωματική και επιβλητική του εμφάνιση. Η βόρεια πλευρά του οχυρού, εφαπτόμενη του Σπερχειού, είναι πετρώδης και απόκρημνη. Στο εσωτερικό του κάστρου παρατηρούνται ίχνη οικοδομημάτων, με επίσης κυκλώπειο και νεότερο ισοδομικό ρυθμό. Τα άφθονα κεραμικά όστρακα (που φέρονται να είναι μεσοελλαδικά, μινυακά και μυκηναϊκά),  καθώς και τα οικοδομικά λείψανα μαρτυρούν την ύπαρξη κάποιας καστροπολιτείας.

 

Ο λόφος αυτός έχει άμεση οπτική επαφή με τα Ελληνικά- Σπέρχειες, τη Τραπεζόρραχη και την ευρύτερη περιοχή του Προφήτη Ηλία. Η διατήρηση μέχρι σήμερα των τοπωνυμίων Λίμνη, Μώλος και Σκάλα, μας δίνει τη δυνατότητα να υποθέσουμε βάσιμα το ρόλο που έπαιζε αυτή η πολιτεία στο λόφο, που δεν θα ήταν άλλος από εμπορικό σταθμό και, συνεπώς, ένα ηπειρωτικό λιμενικό αγκυροβόλιο στα ποτάμια πλοία, του πλωτού  τότε, κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους, Σπερχειού. Λίμνη ονομάζουν οι ντόπιοι κάτοικοι το νοτιοδυτικό σημείο της Καστρόρραχης, όπου σήμερα απλώνεται ο κάμπος της Φτέρης. Τους πρόποδες, στο βορειοδυτικό σημείο του λόφου, το ονομάζουν Μώλο και απέναντι ακριβώς, στη βόρεια όχθη του Σπερχειού, ανάμεσα στα χωριά Βίτωλη και Πτελέα, η τοποθεσία ονομάζεται Σκάλα. Στο μέρος αυτό, κατά τη διάνοιξη αμαξιτού δρόμου (1880), βρέθηκαν μπρούντζινοι πάσσαλοι, που έφεραν υπολείμματα μεταλλικών κρίκων και χαλκάδων. Υποθέτουμε λοιπόν ότι η πολιτεία της Καστρόρραχης αποτελούσε ένα λιμενικό σταθμό, όπου γινόταν ο έλεγχος και ο εκτελωνισμός των προϊόντων και οι περιοχές Σκάλα ή Λίμνη  ήταν το κύριο λιμάνι, όπου αγκυροβολούσαν τα πλοία. Τέσσερα, τουλάχιστον, είναι τα στοιχεία που ενισχύουν την άποψη ότι ίσως η Καστρόρραχη χρησιμοποιήθηκε ως λιμενικός σταθμός και από τους Μυρμηδόνες του Αχιλλέα. Αυτά είναι:

 

·         Η κοντινή απόσταση από τις εικαζόμενες ομηρικές πόλεις Φθία και Ελλάδα.

·         Τα κυκλώπεια τείχη στις βάσεις των ισοδομικών νεότερων

·         Τα μυκηναϊκά όστρακα που βρέθηκαν εκεί.

·         Το υλικό κατασκευής την κρίκων και των όπλων, υπολείμματα των οποίων βρέθηκαν μέσα στο κάστρο είναι ο χαλκός και ο μπρούντζος, των οποίων η χρήση ήταν γνωστή κατά τη μυκηναϊκή εποχή.

                          

                                    

Μάρμαρα (Μάκρης)

  

Πρόκειται για τοποθεσία βόρεια του χωριού Μάκρη, όπου κατά την άροση των χωραφιών έβγαιναν στην επιφάνεια κομμάτια μαρμάρου, τα οποία ήταν τμήματα κιόνων, αγαλμάτων και κτισμάτων παλαιάς εποχής.

 

                              

Νεκρόπολη Πλατυστόμου

 

Στους πρόποδες του Προφήτη Ηλία Πλατυστόμου ανακαλύφθηκαν δύο νεκροταφεία, Υστεροκλασσικής και βυζαντινής εποχής και Ν.Δ. του λόφου επίσης άλλο νεκροταφείο, κλασσικών και ρωμαϊκών χρόνων.

 

                                      

Διασέργιανη

 

Είναι τοποθεσία που εκτείνεται ανατολικά της σημερινής Σπερχειάδας, όπου βρέθηκαν άφθονα όστρακα που καλύπτουν ένα τεράστιο χρονικό φάσμα, από το 2.000 π.Χ. μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια. Πιθανόν εκεί να ήταν οι Σπέρχειες.

 

                                      

Περιβόλι

 

Βρίσκεται στην όχθη του παραποτάμου του Σπερχειού Βίστριζα (αρχαίος Ίναχος). Στην είσοδο του χωριού βρέθηκαν ίχνη αρχαίου οικισμού. Βρέθηκαν όστρακα που χρονολογούνται από το 3.000 π.Χ. μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. Το σημαντικότερο από τα ευρήματα είναι ένας μακεδονικός τάφος, με θολωτή στέγη.

                                                 

Μάρμαρα

    

Κοντά στο χωριό αυτό, στο δρόμο προς την Ανατολή, ανασκάφηκε Υπομυκηναϊκό νεκροταφείο από την αρχαιολόγο Φανουρία Δακορώνια.

 

                                           

Κεραμίδι

 

Είναι τοποθεσία απέναντι από το Νεοχωράκι. Τα πολυάριθμα θραύσματα κεραμιδιών, τα όστρακα αγγείων και τα ίχνη οικοδομημάτων που συναντώνται εκεί μας πείθουν ότι ίσως εκεί υπήρχε κάποιο πόλισμα, από αυτά που αναφέρει ο Όμηρος.

 

                         

Μαυρίλο- Διπόταμα Σπερχειού

  

Ο Όμηρος στην Ψ΄ραψωδία (σ. 144-150) αναφέρει το τάμα του Πηλέα στις πηγές του Σπερχειού. Αν η λέξη πηγές ληφθεί με τη σημερινή της έννοια, τότε ο βωμός και το τέμενος πρέπει να αναζητηθούν σε μία από τις κύριες πηγές του Σπερχειού. Αυτή μπορεί να είναι το Κεφαλόβρυσο Μαυρίλου. Αν όμως η λέξη ληφθεί με την αρχική ομηρική σημασία πηγαί= ρεύμα ποταμού, τότε ο βωμός και το τέμενος πρέπει να αναζητηθούν στις παρόχθιες σε κάποια παρόχθια περιοχή. Μια τέτοια πιθανότητα συγκεντρώνει το τοπίο στα Διπόταμα Αγίου Γεωργίου, γιατί εκεί συγκεντρώνονται τα νερά των βασικών πηγών του Σπερχειού και γιατί της συμβολής των παραποτάμων εντοπίστηκαν κατά το παρελθόν ερείπια αρχαίων μικρών οικοδομημάτων και κεραμικά θραύσματα.

 

                                  

Κάστρα περιοχής

 

Οι δυτικές κορυφογραμμές της Οίτης και της Όθρης, καθώς και οι πρόποδες του Τυμφρηστού, είναι διάσπαρτες από κάστρα που, αν και εμφανίζουν ίχνη νεότερης χρήσης ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, είναι αναγκαίο να μνημονευθούν γιατί πιθανόν να αποτελούσαν οχυρωματικές θέσεις και ένα ευρύτερο αμυντικό ψηφιδωτό που διαδραμάτιζε το ρόλο μιας προστατευτικής ομπρέλας των ομηρικών κέντρων του βασιλείου του Αχιλλέα. Τέτοια κάστρα συναντούμε στο Γαρδίκι, στο Μαυρίλο, στο Παλαιόκαστρο και στο Δίκαστρο.

 

               

 

ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΗΣ ΦΘΙΑΣ

 

Η περιοχή του Πλατυστόμου, ίσως σε άμεση συνάρτηση με το γειτονικό Αρχάνι, συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να είναι η ομηρική Φθία. Η περιοχή αυτή σ΄ αυτό το σημείο της κοιλάδας, από απόψεως γεωμορφολογίας, προσφέρει τη δυνατότητα επιλογής υψωμάτων (λόφων) εκατέρωθεν της ροής του Σπερχειού, με έδαφος εύφορο, που μπορούν να έχουν οπτική επαφή, αλλά και να διαχωρίζονται μεταξύ των με φυσικό όριο το Σπερχειό ποταμό, ώστε να δημιουργούνται προϋποθέσεις για δύο σπουδαία μυκηναϊκά κέντρα, έδρες επαρχιών, όπου το ένα να μπορεί να δεσπόζει σε ολόκληρη την περιοχή, ως πρωτεύουσα. Την άποψή μας ενισχύουν και τα εξής στοιχεία:

 

·         Η περιοχή βρίσκεται βόρεια του Σπερχειού και μόνο η περιοχή αυτή διατήρησε τα τοπωνύμια Φθία και Αχαϊα Φθιώτιδα για αιώνες μετά.   

 

·         Οι δύο λόφοι Αστέρια και Προφήτης Ηλίας πιθανόν να αποτελούσαν τη φυσική και τεχνητή ακρόπολη της Φθίας παλαιότερα και της Μκράς Κώμης νεότερα.

 

·         Η εφαρμογή των οικιστικών- στρατηγικών κανόνων της μυκηναϊκής εποχής.

 

·         Η εύρεση άφθονων μυκηναϊκών οστράκων πάνω αλλά και γύρω από τους λόφους.

 

·         Η τεχνοτροπία της τοιχοποιίας. Στην περιοχή Πλατυστόμου παρατηρούνται 3 τύποι τοιχοποιίας: ο Κυκλώπειος η Ψευδοκυκλώπειος (αρχαιότερος), ο Ισόδομος ή Ψευδοϊσόδομος ( νεότερος) και ο μεικτός τύπος. Συμπεραίνουμε ότι το οικοδομικό συγκρότημα στην κορυφή των λόφων και τα οικοδομήματα της βορειοανατολικής πλαγιάς των Αστεριών, χτίστηκαν κατά την προϊστορική περίοδο και επιδιορθώθηκαν αργότερα από τους νέους κατοίκους.

 

   

Σε ότι αφορά το υποτιθέμενο ανάκτορο του Αχιλλέα υπάρχει η εκτίμηση ότι αυτό ίσως  να βρισκόταν σε ένα αβαθή λαιμό που συνδέει τους λόφους Αστέρια και Προφήτη Ηλία, όπου διακρίνονται στο έδαφος μερικά ίχνη τοίχων. Τα στοιχεία που ισχυροποιούν το ενδιαφέρον για την αξιολόγηση των ερειπίων ως ανακτόρου είναι:

 

·         Εμφανίζει προϊστορική τοιχοποιία.

 

·         Εκεί βρέθηκαν, εκτός των άλλων, και μυκηναϊκά όστρακα.

 

·         Η κατασκευή φαίνεται να είναι μεγαλόπρεπη και απόλυτη ταιριαστή με την ανακτορική μυκηναϊκή τεχνοτροπία, τεχνολογία και τοπογραφική διάταξη.

 

 

 

       

ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

  

Από σημεία της Ιλιάδας, που αναφέραμε μέχρι τώρα, διαπιστώνουμε ότι στενοί δεσμοί συνδέουν τον Αχιλλέα με την Ελλάδα και ότι Ελλάς και Φθία είναι γειτονικές περιοχές- πόλεις. Οι στίχοι της ραψωδίας Β 683 και Ι 375 δίνουν μαζί τις δύο περιοχές και τις αποδίδουν και τις δύο στην κυριαρχία του Αχιλλέα, πολύ φυσιολογικό άλλωστε, τη στιγμή που παρουσιάζονται στο έπος με κοινό αρχηγό, δεν μπορεί παρά να είναι γειτονικές.

 

Δεδομένου ότι τα στοιχεία που προηγήθηκαν τοποθετούν τη Φθία στη βορειοδυτική πλευρά του Σπερχειού, στην κοιλάδα του Πλατυστόμου, δε μένει παρά η Ελλάς να τοποθετηθεί στη νοτιοδυτική πλευρά του Σπερχειού, αφού ο επιχώριος Σπερχειός αποτελεί το κεντρικό και ακλόνητο σημείο που χωρίζει τις δύο επαρχίες του βασιλείου του Αχιλλέα. Ο λόφος «Ελληνικά» Φτέρης συγκεντρώνει, κατά την άποψή μας, τις μεγαλύτερες πιθανότητες να αποτελούσε την ομηρική Ελλάδα. Τα στοιχεία που ενδυναμώνουν τη θέση μας αυτή, πέρα των αρχαιολογικών λειψάνων που σώζονται ακόμη στο λόφο και προαναφέρθηκαν είναι:

 

·         Η εφαρμογή των οικιστικών -στρατηγικών μυκηναϊκών κανόνων. ( Ο λόφος κατέχει δεσπόζουσα θέση, εποπτεύει ορατά ένα μεγάλο μέρος της κοιλάδας του Σπερχειού, στην οποία έχει εύκολη πρόσβαση, όπως και στον ποταμό που απέχει μόλις λίγα χιλιόμετρα, υπάρχει αφθονία νερού για άρδευση και ύδρευση. Επίσης η συνεχής κατοίκηση του λόφου καταδεικνύει και τη στρατηγικότητα της περιοχής).

 

·         Το τοπωνύμιο «Ελληνικά»  έχει αινιγματική παρουσία και είναι πολύ πιθανόν να παραπέμπει κατευθείαν στην πόλη Ελλάς, που στέριωσε στη Φτεριώτικη κοιλάδα και μεταλαμπάδευσε το όνομά της στους κατοίκους της πατρίδας μας. Η λαϊκή ονομασία του Σπερχειού Ελλάδα, που διατηρείται αναλλοίωτη για έξι αιώνες, μέχρι σήμερα, δεν μας αφήνει αδιάφορους.

 

Το επιστέγασμα αυτής της έρευνας είναι ότι οι πόλεις Φθία και Ελλάς, ως «κείμεναι εγγύς αλλήλων», έχουν ακλόνητο, σταθερό και αμετακίνητο σημείο αναφοράς το θεοποιημένο, κατά την αρχαιότητα, Σπερχειό ποταμό, και μάλιστα, το δυτικότερο τμήμα του , που πλησιάζει στις πηγές του. Αυτός ο ένας και μοναδικός Σπερχειός, που «νανούριζε» στις παρόχθιες δυτικές παρυφές του τη Φθία και την Ελλάδα και εξακολουθεί και σήμερα να αναζωογονεί την κοιλάδα της σημερινής Φθιώτιδας.

 

 

ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟ ΦΘΙΑΣ-ΕΛΛΑΔΑΣ

 

Στο πέρασμα του χρόνου, διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες και απόψεις σχετικά με την τοποθέτηση της Φθίας και Ελλάδας μέσα στον ελλαδικό χώρο. Τις αναφέρουμε και αντιπαραθέτουμε τα δικά μας επιχειρήματα και τεκμήρια.

                               

Η θεωρία των Φαρσάλων

  

Στα Φάρσαλα, ως περιοχή που ανήκε στο ευρύτερο βασίλειο του Αχιλλέα, βεβαίως και υπήρχε κάποια ομηρική πόλη, που ίσως ονομαζόταν Φθία, αλλά πρόκειται για μεταγενέστερη, μεταομηρική πόλη. Δεν μπορούσε να είναι η αναζητούμενη Φθία του Ομήρου και το διοικητικό κέντρο του Αχιλλέα για τους εξής λόγους: 

 

1.    Τα Φάρσαλα ήταν άγνωστα στον Όμηρο.

 

2.    Η Φθία των Φαρσάλων είναι μετα-Τρωική, επειδή ιδρύθηκε από τον Νεοπτόλεμο, το γιο του Αχιλλέα, όταν εκδιώχτηκε από την κοιλάδα του Σπερχειού, ίσως από εκτοπισμένους πληθυσμούς.

 

 

3.    Ο Ευριπίδης στην «Ανδρομάχη» αναφέρει τη Φθία των Φαρσάλων, στις «Τρωάδες» όμως δεν κάνει καμιά αναφορά σ΄ αυτήν. Αναφέρει όμως ότι ο γάμος του Νεοπτόλεμου με την Ανδρομάχη έγινε εκεί, πράγμα που σημαίνει ότι παραδέχθηκε τη μεταχρόνισή της.

 

4.    Απουσιάζει το ποτάμι που συνδέεται με τον Αχιλλέα, ο Σπερχειός.

 

 

5.    Ήταν αδύνατη η μεταφορά 50 κριαριών και ίσως 100 βοδιών από τόσο μακριά για τη θυσία στις πηγές του Σπερχειού.

 

6.    Εκεί υπάρχει ο Ενιπέας ποταμός, θεοποιημένος κι αυτός, τον οποίο γνωρίζει ο Όμηρος, αφού τον εμφανίζει στην Οδύσσεια (ραψωδία Ρ 238-261) ως μεταμορφωμένο Ποσειδώνα. Άρα, αν εκεί υπήρχε η Φθία, τον Ενιπέα θα ανέφερε ως θεϊκό ποτάμι ο Όμηρος και όχι το Σπερχειό.

 

 

7.    Το ότι ιδρύθηκε, μόλις τον 5ο αιώνα π.Χ. το ιερό «Θετίδειο» και ότι από τότε άρχισαν οι δωρεές και χορηγίες, υπέρ του Αχιλλέα στο Μαντείο των Δελφών, δείχνει ακριβώς τη μετα-Ομηρική ίδρυση της Φθίας των Φαρσάλων.

 

8.    Το γεγονός ότι στο Μητροπολίτη Φαρσάλων δόθηκε, από τους Βυζαντινούς, ο τίτλος «Έξαρχος πάσης Φθίης», δε σημαίνει κάτι το σημαντικό, γιατί οι βυζαντινοί άρχοντες στηρίζονταν, συνήθως, στη λαϊκή παράδοση και τοπωνυμία, επειδή, κυρίως, υπήρχε διάσταση με τις ομηρικές αναφορές.

 

                                  

Η θεωρία της Λακωνίας

 

Την άποψη αυτή υποστήριξε ο επιφανής ιστορικός Γιάννης Κορδάτος. Σύμφωνα με αυτήν υπήρξαν στη Λακωνία περιοχές ή πόλεις Φθία και Ελλάς και από εκεί έγινε μετακίνηση λαών προς τα βόρεια. Εμείς καταθέτουμε την εξής άποψη:

 

1.    Οι μετακινήσεις των λαών, κατά τη γνώμη των περισσοτέρων ιστορικών, έγιναν από βορρά και εάν  υπήρξαν περιοχές ή πόλεις Φθία και Ελλάς, αυτές ήταν προγενέστερες του Τρωικού πολέμου, που μας ενδιαφέρει.

 

2.    Για τη Λακωνία δεν επαρκούσε το τριήμερο ταξίδι επιστροφής του Αχιλλέα, αφού το Άργος απείχε 4 ναυτικές ημέρες.

 

3.    Δεν υπάρχει εκεί Σπερχειός ποταμός.

 

4.    Ο ισχυρισμός του Κορδάτου ότι οι Μυρμηδόνες δεν ήταν ναυτικοί, δεν ευσταθεί τη στιγμή που υπήρχε ο Μαλιακός κόλπος και μην ξεχνώντας ότι αυτοί συμμετείχαν στην εκστρατεία με 50 πλοία.

 

                     

 

Η άποψη του Ναρθακίου

 

Κατά καιρούς αναπτύχθηκε, σε τοπικό τουλάχιστον επίπεδο, η άποψη της ταύτισης της ομηρικής Φθίας με την αρχαία πόλη του Ναρθακίου, κοντά στο Λιμογάρδι της ανατολικής Φθιώτιδας. Σε αυτό το θέμα αναφέρουμε τα εξής:

 

1.    Η αρχαία πόλη Ναρθάκιον αναφέρεται από τους Ξενοφώντα, Πτολεμαίο, Στράβωνα και το Θουκυδίδη, ο οποίος προσδιορίζει ότι ιδρύθηκε από τους Θεσσαλούς, όταν κατέλαβαν τη Φθιώτιδα, το 1124 π.Χ.

 

2.    Το τοπογραφικό πρόβλημα του Ναρθακίου επιλύθηκε οριστικά το 1881, όταν ανακαλύφθηκαν εκεί ενεπίγραφες πλάκες, που τεκμηρίωναν την ύπαρξη της αρχαίας πόλης του Ναρθακίου.

 

 

3.    Το Ναρθάκι υπήρξε πράγματι σπουδαία και δεσπόζουσα αρχαία πόλη στο λόφο Λιμογαρδίου της Όθρης που άκμασε όμως κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.

 

                          

                               

Η άποψη του Εχίνου

   

Η ανατολική κοιλάδα του Σπερχειού πράγματι φιλοξενούσε σπουδαία μυκηναϊκά πολίσματα (Άλος, Αλόπη κ.ά.)και δημιουργήθηκαν, δικαιολογημένα, κάποιες παραδόσεις ταύτισης του Εχίνου με τη Φθία, όπως αναφέρει και ο ιστορικός Πολύβιος. Η νυν έφορος της ΙΔ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κ. Παπακων/νου, στην εισήγησή της στο 1ο Φθιωτικό Συνέδριο Τοπικής Ιστορίας, αναφερόμενη στο θέμα αυτό τονίζει ότι κανένα εύρημα δεν ταυτίζεται με την ομηρική Φθία και Ελλάδα και ότι ο αρχαίος Εχίνος υπήρξε πάντα ο εαυτός του.

 

                                  

Η άποψη της Μελιταίας

  

Μερικοί αρχαίοι κλασικοί συγγραφείς και νεότεροι συγγραφείς αναφέρουν κάποια πόλη Ελλάδα, μεταξύ Μελιταίας, Δομοκού και Φαρσάλων. Η πόλη αυτή θεωρούμε, εάν υπήρξε, είναι μετα-Τρωική, για τους ίδιους προαναφερόμενους λόγους της θεωρίας των Φαρσάλων και επιπλέον επειδή:

 

1.    Ιδρύθηκε από τους Έλληνες- Αχαιούς όταν εκδιώχτηκαν από τους Μαλιείς και μετακινήθηκαν βορειότερα από την κοιλάδα του Σπερχειού, όπου και κατοικούσαν. Όταν έκτισαν όμως τη νεότερη Ελλάδα ονομάζονταν ήδη Έλληνες.

 

2.    Βρίσκεται πολύ μακριά από το Σπερχειό, που αποτελεί, κατά τον Όμηρο, το φυσικό της χώρο.

 

3.    Οι έρευνες των ξένων και Ελλήνων αρχαιολόγων δεν απέδωσαν κάτι το σημαντικό, που να πιστοποιεί τη μυκηναϊκή της ταυτότητα.

 

 

 

 

 

 

 

                           

 

  

 

Αναζήτηση στο site